Πολύ σημαντική η απόφαση της Ολομέλειας
του Συμβουλίου της Επικρατείας 1738/2017
για το θέμα των συνεχόμενων παρατάσεων του χρόνου παραγραφής για διενέργεια ελέγχων
και κοινοποιήσεων φύλλων ελέγχου με καταλογιστικές πράξεις.
Κατά την παραπάνω απόφαση η αρχή της
ασφάλειας του δικαίου, η οποία
απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και ιδίως από τις διατάξεις των
άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α` του Συντάγματος [πρβλ. ΑΕΔ 14/2013, ΣτΕ
2034/2011 Ολ., 4731/2014, 640/2015 κ.ά.· βλ. και το ν. 4048/2012 «Ρυθμιστική
Διακυβέρνηση: Αρχές, Διαδικασίες και Μέσα αλής Νομοθέτησης», Α` 34, στο άρθρο 2
παρ. 1 του οποίου προβλέπεται ότι μεταξύ των αρχών καλής νομοθέτησης
περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η ασφάλεια δικαίου (περ. η)] και ειδικότερη
εκδήλωση της οποίας αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του
διοικουμένου (πρβλ. ΑΕΔ 11/2003, ΣτΕ 2034/2011 Ολ., 3777/2008, 4731/2014,
640/2015 κ.ά.), επιβάλλει, ιδίως, τη σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των
εκάστοτε θεσπιζομένων κανονιστικών ρυθμίσεων (πρβλ. ΣτΕ 2811/2012 7μ., 144,
1976/2015) και πρέπει να τηρείται με ιδιαίτερη αυστηρότητα, όταν πρόκειται για
διατάξεις που μπορούν να έχουν σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις στους
ενδιαφερόμενους, όπως είναι οι διατάξεις που προβλέπουν την επιβολή
επιβαρύνσεων υπό την μορφή φόρων, τελών, εισφορών και οποιασδήποτε φύσεως
κυρώσεων για παράβαση των σχετικών διατάξεων (πρβλ. ΣτΕ 144, 1976/2015,
1623/2016, επίσης ΔΕΕ, 2.6.2016, C-81/15, Καπνοβιομηχανία Καρέλια Α.Ε. κατά
Υπουργού Οικονομικών, σκέψη 45, 3.9.2015, C-384/14, Etablissement national des
produits de l’ agriculture et de la mer (FranceAgriMer) κατά Sodiaal
International SA, σκέψη 30).
Ειδικότερα, η ως άνω
θεμελιώδης αρχή, η οποία εξυπηρετεί σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, επιτάσσει η
κατάσταση του διοικουμένου, όσον αφορά την εκ μέρους του τήρηση των κανόνων της
σχετικής με τις ανωτέρω επιβαρύνσεις νομοθεσίας, να μη μπορεί να τίθεται επ`
αόριστον εν αμφιβόλω. Συνακόλουθα, για την επιβολή επιβαρύνσεων, υπό την μορφή
φόρων, τελών, εισφορών και σχετικών κυρώσεων, απαιτείται να προβλέπεται προθεσμία παραγραφής, η οποία, προκειμένου να
εκπληρώνει τη συνιστάμενη στη διασφάλιση της ως άνω αρχής λειτουργία της,
πρέπει να ορίζεται εκ των προτέρων και η διάρκειά της να είναι επαρκώς
προβλέψιμη από τον διοικούμενο, μετά δε την λήξη της να μην είναι πλέον δυνατή
η επιβολή εις βάρος του διοικουμένου ούτε της σχετικής οικονομικής επιβαρύνσεως
(φόρου, τέλους, εισφοράς) ούτε οποιασδήποτε σχετικής κυρώσεως. Για να
είναι δυνατή δε η (εκ των προτέρων) πρόβλεψη της διαρκείας της παραγραφής,
πράγμα που συμβάλλει και στην δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης των διοικουμένων
προς την Διοίκηση, αλλά και το κράτος γενικότερα, η λήξη της παραγραφής
πρέπει να προσδιορίζεται στο νόμο συγκεκριμένα, εν αναφορά με συγκεκριμένο
χρονικό σημείο, και να μην εξαρτάται από ενέργειες δημοσίας αρχής (π.χ. από
έκδοση ή και κοινοποίηση εντολής ελέγχου ή από το ύψος του ποσού, στο οποίο η
Διοίκηση θα προσδιορίσει τις υποχρεώσεις του διοικουμένου).
Εξάλλου, η παραγραφή
πρέπει να έχει, συνολικά, εύλογη διάρκεια, δηλαδή να συνάδει προς την
αρχή της αναλογικότητας (πρβλ. ΔΕΕ, 17.9.2014, C-341/13, Cruz & Companhia
Lda κατά Instituto de Financiamento da Agricultura e Pescas,
IP (IFAP), σκέψεις 62 και 65).
Αυτά δε προς τον σκοπό α)
να είναι μεν δυνατή η άσκηση αποτελεσματικού ελέγχου για την εξακρίβωση της εκ
μέρους των διοικουμένων τηρήσεως των ως άνω οικονομικών υποχρεώσεών τους, χωρίς
όμως να ενθαρρύνεται η απραξία των αρμοδίων διοικητικών αρχών, β) να μην
αφήνονται οι διοικούμενοι έκθετοι αφενός μεν σε μακρά περίοδο ανασφάλειας
δικαίου - που αποτελεί, σε συνδυασμό και με τις συνεχείς μεταβολές της σχετικής
με φόρους, τέλη, εισφορές και συναφείς κυρώσεις νομοθεσίας, παράγοντα
αποτρεπτικό για τον προγραμματισμό και την ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων,
με ιδιαίτερα δυσμενείς επιπτώσεις για την ανάπτυξη και, γενικότερα, την εθνική
οικονομία, ιδιαιτέρως μάλιστα σε περιόδους οικονομικής κρίσεως, σε βλάβη του
δημοσίου συμφέροντος - και αφετέρου στον κίνδυνο να μην είναι πλέον σε θέση,
μετά την παρέλευση μακρού χρόνου από το γεγονός που γεννά την σχετική
οικονομική υποχρέωση και την κτήση του διαφυγόντος την υποχρέωση αυτή
περιουσιακού οφέλους, να αμυνθούν προσηκόντως έναντι σχετικού ελέγχου, αλλά και
να αντιμετωπίσουν τις προκύπτουσες από τον έλεγχο αυτό οικονομικές υποχρεώσεις,
και γ) να μην αφήνεται το Δημόσιο ή άλλο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου έκθετο
στον κίνδυνο αδυναμίας είσπραξης τυχόν βεβαιουμένων, μετά την πάροδο μακρού
χρόνου από την γένεση των σχετικών υποχρεώσεων, ποσών φόρων, τελών, εισφορών
και σχετικών κυρώσεων, λόγω της ενδεχομένως εν τω μεταξύ επελθούσης
επιδεινώσεως της οικονομικής καταστάσεως των διοικουμένων και της εκ μέρους
τους απωλείας του περιουσιακού οφέλους, που απέκτησαν μη εκπληρώνοντας
εμπροθέσμως τις εν λόγω υποχρεώσεις τους (πρβλ. ΣτΕ 1623/2016 επταμελούς,
1976/2015), ενόψει, άλλωστε, του ότι τελικός σκοπός των ελέγχων δεν είναι ούτε
η τιμωρία των διοικουμένων που παρέβησαν τις υποχρεώσεις τους από φόρους, τέλη
και εισφορές, ούτε απλώς η βεβαίωση των οικονομικών αυτών επιβαρύνσεων και των
σχετικών προστίμων, αλλά η είσπραξή τους, καθόσον μόνον με την είσπραξη
των φόρων, τελών και εισφορών επιτυγχάνεται ο επιδιωκόμενος με την πρόβλεψή
τους σκοπός, δηλαδή η κάλυψη των δαπανών που απαιτούνται για την λειτουργία του
κράτους και των επιδιωκόντων δημοσίους σκοπούς νομικών προσώπων δημοσίου
δικαίου και την εκπλήρωση των έναντι των πολιτών υποχρεώσεών τους.
Εκδήλωση της, απορρέουσας,
από την αρχή του κράτους δικαίου, αρχής της ασφάλειας δικαίου ειδικώς στο
φορολογικό δίκαιο αποτελούν οι θεσπιζόμενες με το άρθρο 78 του
Συντάγματος ρυθμίσεις. Ειδικότερα, στο άρθρο αυτό ορίζονται τα εξής: «1.
Κανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει
το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις
δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους στις οποίες αναφέρεται ο
φόρος. 2. Φόρος ή άλλο οποιοδήποτε οικονομικό βάρος δεν μπορεί να επιβληθεί με
νόμο αναδρομικής ισχύος που επεκτείνεται πέρα από το οικονομικό έτος το
προηγούμενο εκείνου κατά το οποίο επιβλήθηκε». Κατά την έννοια των διατάξεων
αυτών, ερμηνευομένων ενόψει των ανωτέρω εκτεθέντων ως προς τις πηγάζουσες από
την αρχή της ασφάλειας δικαίου απαιτήσεις, η πρόβλεψη στο νόμο ότι με την
πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος παραγράφεται η αξίωση του Δημοσίου για τη
βεβαίωση και επιβολή συγκεκριμένου φόρου συνιστά ουσιαστικό στοιχείο της
οικείας φορολογικής ενοχής κατά την παράγραφο 1 του ως άνω άρθρου 78 (ΣτΕ Ολ.
3174/2014).
Ως ουσιαστικό δε στοιχείο
της φορολογικής ενοχής η διάρκεια της παραγραφής πρέπει να καθορίζεται εκ των
προτέρων, ενώ μεταβολή της με την πρόβλεψη επιμηκύνσεως είναι δυνατή
μόνον υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του ανωτέρω άρθρου 78 του
Συντάγματος, δηλαδή με διάταξη θεσπιζόμενη το αργότερο το έτος, που έπεται
εκείνου, στο οποίο ανάγεται η φορολογική υποχρέωση.
Κατά συνέπεια, διάταξη νόμου περί
παρατάσεως χρόνου παραγραφής φορολογικών αξιώσεων, οι οποίες ανάγονται σε
ημερολογιακό έτος προγενέστερο του προηγουμένου της δημοσιεύσεως του νόμου
αυτού έτους, είναι ανίσχυρη ως αντικείμενη στην απορρέουσα από την αρχή του
κράτους δικαίου αρχή της ασφάλειας δικαίου και στις εξειδικεύουσες αυτήν
ειδικώς στο φορολογικό δίκαιο ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, για τον λόγο ότι
θα τροποποιούσε κατά τον τρόπο αυτό αναδρομικά εις βάρος των φορολογουμένων το
νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον χρόνο στον οποίο ανάγονται οι
φορολογικές τους υποχρεώσεις όσον αφορά ουσιαστικό στοιχείο των εν λόγω
υποχρεώσεων.
Εξάλλου, ενόψει της
συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ` του Συντάγματος)
και προς αποφυγή ενθαρρύνσεως ενδεχόμενης απραξίας της φορολογικής διοικήσεως,
η παραγραφή πρέπει να έχει εύλογη διάρκεια, ενόψει, μάλιστα, του ότι πλέον διευκολύνεται
η διαδικασία ελέγχου τόσο λόγω των συγχρόνων ηλεκτρονικών και άλλων μεθόδων
ελέγχου καθώς μάλιστα η συσσώρευση οφειλών πολλών ετών, λόγω της μετά πάροδο
μακρού χρόνου διενέργειας ελέγχου για περισσότερα έτη και εκδόσεως των σχετικών
καταλογιστικών πράξεων, και αξίωση συγχρόνου καταβολής αυτών μπορεί να
δημιουργήσει σοβαρά οικονομικά προβλήματα σε φυσικά και νομικά πρόσωπα, τα
οποία μπορεί να συνεπάγονται δυσμενείς επιπτώσεις στην εθνική οικονομία
γενικότερα - όσο και το κράτος να είναι σε θέση να προβλέπει εγκαίρως, με
σχετική ασφάλεια, τα έσοδά του για να μπορεί, στη συνέχεια, να προγραμματίζει
και τις δαπάνες του και τον τρόπο αντιμετωπίσεώς τους.
Δηλαδή κατά το σκεπτικό της παραπάνω
απόφασης θεωρείται αντισυνταγματική κάθε μετάθεση του αρχικού χρόνου της παραγραφής με
σειρά νομοθετημάτων τα οποία διαλαμβάνουν διατάξεις παράτασης- επιμήκυνσης του
χρόνου παραγραφής σε φορολογικές υποθέσεις όταν η δημοσίευση λαμβάνει χώρα κατά
το έτος λήξης της παραγραφής και όχι όπως απαιτεί η παραπάνω συνταγματική
διάταξη του άρθρου 78 παρ. 2, με διάταξη
θεσπιζόμενη το αργότερο το έτος, που έπεται εκείνου, στο οποίο ανάγεται η
φορολογική υποχρέωση.
Εξάλλου με το υπ’ αρ. 2642/2017 Πρακτικό
Ολομέλειας ΝΣΚ «Σχετικά με την εφαρμογή της υπ` αριθμ. 1738/2017 απόφασης του
ΣτΕ (ΟΛ) για την παράταση των προθεσμιών παραγραφής του δικαιώματος του
Ελληνικού Δημοσίου για επιβολή φόρου», έγινε ειδική μνεία μετά από ερωτήματα της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων
Εσόδων, ότι δηλαδή με την ανωτέρω απόφαση γίνεται δεκτό ότι, «…για την επιβολή φόρων, τελών, εισφορών και
σχετικών κυρώσεων, απαιτείται να προβλέπεται προθεσμία παραγραφής, να ορίζεται
εκ των προτέρων, τόσο η διάρκεια της, η οποία πρέπει να είναι εύλογη , δηλαδή
να συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας, όσο και ο συγκεκριμένος χρόνος
λήξεώς της και να μην αναστέλλεται ή παρατείνεται με ενέργειες δημοσίας αρχής,
όπως είναι η έκδοση ή/και κοινοποίηση εντολής ελέγχου ή από το ύψος του ποσού,
στο οποίο η διοίκηση θα προσδιορίσει τις υποχρεώσεις του φορολογουμένου, που
έχουν ως συνέπεια τη διαφοροποίηση του χρόνου της παραγραφής ανά φορολογούμενο,
αναλόγως αν για κάποιον έχει εκδοθεί ή όχι εντολή ελέγχου (σκέψη 10). Ενόψει
τούτων, λαμβανομένου υπόψη και ότι η τελευταία αυτή κρίση της αποφάσεως, στη
σκέψη 5 αυτής, περί μη συνταγματικώς ευτάκτου αναστολής ή παρατάσεως της
παραγραφής με ενέργειες δημοσίας αρχής, προφανώς αναφέρεται στις παρατιθέμενες
στη σκέψη 9 νομοθετικές ρυθμίσεις των ετών 2013-2016, με τις οποίες χορηγήθηκαν
περαιτέρω παρατάσεις του χρόνου της παραγραφής, συνάγεται ότι (με την επιφύλαξη
των όσων εκτίθενται κατωτέρω, στις παραγράφους 5 και 6 του παρόντος, επί των
εκεί μνημονευομένων διατάξεων), και οι λοιπές παρατιθέμενες στη σκέψη 9η περί
παρατάσεως της παραγραφής διατάξεις αντίκεινται στο άρθρο 78§§1-2 του
Συντάγματος, αν και η απόφαση του ΣτΕ δεν κάνει ρητή μνεία περί τούτου,
προφανώς διότι δεν ήταν αναγκαίο με βάση το πραγματικό της υποθέσεως».
Τούτο σημαίνει ότι κατ’ ουσία το
Συμβούλιο της Επικρατείας συνεδριάζοντας σε Ολομέλεια επεκτείνει την εφαρμογή
της παραπάνω αρχής και για κάθε περίπτωση νομοθετικής διάταξης που έχει
δημοσιευθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο, ώστε να συμπεριλάβει και τις διατάξεις
εκείνες που δεν αφορούσαν το πραγματικό της φερόμενης ενώπιον του υπόθεσης, που
ως γνωστό μόνο αυτή δύναται να κρίνει ως προς τη συνταγματικότητα, «επεκτείνοντας»
κατά κάποιο τρόπο τον έλεγχο και σε παρόμοιου περιεχομένου διατάξεις, δίνοντας
με αυτό τον τρόπο μία βαρύτητα στο θέμα της αντισυνταγματικής νομοθέτησης
διατάξεων που αφορούν την παράταση των φορολογικών παραγραφών.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου