Ποινικοποίηση
του ρατσιστικού λόγου και δικαίωμα στην ασφάλεια. Συνταγματικά ζητήματα.
(Συγχρόνως
μία σύντομη προσέγγιση των θεωριών της έννοιας του εννόμου αγαθού)
Χρήστου
Α. Βασματζίδη, Δικηγόρου, Μετ. Διπλ. Δημοσίου Δικαίου
(Το παραπάνω άρθρο δημοσιεύθηκε στο νομικό περιοδικό «Επιθεώρησις Δημοσίου Δικαίου και Διοικητικού Δικαίου», Τόμος 59, Τεύχος 1, Ιανουάριος Μάρτιος 2015) και στο ιστολόγιο http://dikastis.blogspot.gr/
Περίληψη:
Ο λεγόμενος αντιρατσιστικός νόμος 927/1979,
που τροποποιήθηκε προσφάτως με το ν. 4285/2014, στοχεύει στην τιμωρία αφενός της εκφοράς λόγου με τέτοιο τρόπο που
είναι δυνατό να υποκινήσει διάκριση ή βία σε βάρος προσώπων που προσδιορίζονται
με βάση τη φυλή, το χρώµα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές, την εθνική
ή εθνοτική καταγωγή, το σεξουαλικό προσανατολισµό ή την αναπηρία και αφετέρου της
δημόσιας επιδοκιμασίας, του ευτελισμού ή της κακόβουλης άρνησης της ύπαρξης ή
της σοβαρότητας εγκλημάτων
γενοκτονιών, εγκλημάτων πολέμου, και η συμπεριφορά αυτή να εκδηλώνεται κατά τρόπο που να μπορεί να υποκινήσει βία ή
μίσος ή να ενέχει απειλητικό ή υβριστικό χαρακτήρα κατά μίας τέτοιας ομάδας ή μέλους της, που προσδιορίζεται με βάση τα παραπάνω
χαρακτηριστικά.
Η
συζήτηση που αναπτύσσεται για τις διατάξεις των νομοθετημάτων που ποινικοποιούν
την εκφορά λόγου, αφορά κυρίως την τυχόν αντίθεσή τους με τη θεμελιώδη διάταξη
του άρ. 14 του Συντάγματος. Η τάση που επικράτησε
μεταπολεμικά για το περιεχόμενο μίας θεωρίας για το έννομο αγαθό, ήταν ότι δεν
μπορούν να τύχουν συνταγματικής προστασίας ποινικές διατάξεις που
εμπεριέχουν αυθαίρετη απειλή επιβολής
ποινών, χωρίς δηλαδή αναφορά σε συγκεκριμένο αντικείμενο προστασίας, ή επιδίωξη στόχων ιδεολογικού ή φρονηματικού
χαρακτήρα, καθώς και επιταγή συμμορφώσεως προς πρότυπα «ηθικής» συμπεριφοράς.
Στο πλαίσιο όμως της λεγόμενης
«κοινωνίας της διακινδύνευσης» αρχίζει να διαφαίνεται η άποψη ότι η λειτουργία του Κράτους και του δικαίου
γενικά, πρέπει να διευρύνεται σε μια γενική νομικό – πολιτική στρατηγική
πρόληψης από τους κάθε είδους δυνητικούς κινδύνους- τεχνολογικούς, περιβαλλοντικούς
και άλλους. Πρέπει λοιπόν να αναγνωριστεί είτε ερμηνευτικά είτε με
συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, συνταγματικό δικαίωμα στην ασφάλεια, δικαίωμα που
άλλοι το χαρακτηρίζουν ως ατομικό και άλλοι θεωρούν ότι μοιάζει με τα κοινωνικά
δικαιώματα, ώστε να καλύπτεται η
ανωτέρω προληπτική λειτουργία, που στο
χώρο του ποινικού δικαίου εκφράζεται με τα λεγόμενα «εγκλήματα διακινδύνευσης».
Στα
πλαίσια της κοινωνίας της διακινδύνευσης ενεργοποιείται το ποινικό δίκαιο σε
προγενέστερα της βλάβης στάδια, μέσω των εγκλημάτων αφηρημένης διακινδύνευσης,
που συνιστούν την πιο διευρυμένη μορφή ποινικής προστασίας, καθώς η σύνδεση ανάμεσα
στην εγκληματική συμπεριφορά και το προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι
ιδιαιτέρως χαλαρή.
Ήδη πριν την τροποποίησή του άρθρο 1 του ν. 727/1979
με το ν. 4285/2014, η θεωρία συνέκλινε ότι το έννομο αγαθό που
προστατεύεται είναι αυτό της δημόσιας τάξης, αλλά και το συνταγματικά
κατοχυρωμένο δικαίωμα του άρθρου 5 παρ.
2, κάθε Έλληνα (και μη, που βρίσκεται πάντως στην Ελλάδα) για ισότητα
μεταχειρίσεως και αποφυγή φυλετικών, εθνικών
και θρησκευτικών διακρίσεων, ή αλλιώς το δικαίωμα να διαβιώνει κανείς
στην Ελλάδα χωρίς διακρίσεις εξ’ αιτίας της φυλής, της εθνικότητας ή της
θρησκείας του. Αλλά και το άρθρο 2 παρ. 1 Συντ., που κατοχυρώνει τον σεβασμό
και την προστασία την αξίας του ανθρώπου έναντι και διά της Πολιτείας, θα
μπορούσε να στηρίξει συνταγματικά την ανωτέρω διάταξη.
Αν και η ελληνική συνταγματική θεωρία δεν φαίνεται
να δέχεται μία κατασκευή περί δικαιώματος στην ασφάλεια, ωστόσο θα μπορούσε να
θεωρηθεί ότι από το άρθρο 25 του Συντάγματος απορρέει μία αυξημένη υποχρέωση
του Κράτους για «παροχή ασφαλείας», ως εξειδίκευση του «κρατικού καθήκοντος
προστασίας» των θεμελιωδών δικαιωμάτων, στο νέο πλαίσιο διακινδύνευσης από
εγκληματικές συμπεριφορές.
Και αν φαίνεται ότι η νομοτυπική μορφή του άρθρου 1 παρ. 1 ν. 927/1979 όπως τροποποιήθηκε με το
άρθρο 1 ν. 4285/2014, ως έγκλημα αφηρημένης- συγκεκριμένης διακινδύνευσης, δεν θίγει τον πυρήνα του ούτως ή άλλως
συνταγματικώς περιορισμένου δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης, δεν μπορεί
να ισχύσει το ίδιο και για το επόμενο άρθρο 2 που ποινικοποιεί τον λεγόμενο «αναθεωρητικό»
λόγο.
Η ιστορική πραγματικότητα και η ήδη δοκιμασμένη δικαστηριακή πρακτική
(Ολομέλεια Α.Π. 3/2010, Υπόθεση Κ. Πλεύρη), καταδεικνύουν ότι ειδικά αυτού του
είδους τα αδικήματα, προσβάλλουν τον πυρήνα της ελευθερίας της έκφρασης και την
ελευθερία της επιστημονικής έρευνας. Καμία μελέτη ή καμία άποψη, που έχει
αναφορά της την ιστορία, δεν επικρατεί χωρίς μάχες στο πνευματικό πεδίο, που
μπορεί να οδηγήσει και σε κοινωνικές συγκρούσεις.
Περισσότερο, ταιριάζει να θεωρηθεί ότι η
ποινικοποίηση του λεγόμενου “αναθεωρητικού λόγου”, αποτελεί κλασικό παράδειγμα
διατάξεων που ανήκουν στο λεγόμενο συμβολικό ποινικό δίκαιο (symbolisches Strafrecht).
Διατάξεις προβληματικές οι οποίες κατ' ουσίαν δεν προστατεύουν κανένα έννομο
αγαθό και συνεπώς τίθενται σε εντατικό έλεγχο συνταγματικότητας.