Το Σύνταγμα στο άρθρο 20 παράγραφος 2 ορίζει ότι «Το
δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του
ενδιαφερόμενου ισχύει και για κάθε διοικητική ενέργεια ή μέτρο που λαμβάνεται
σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων
του».
Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής η άσκηση του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος
της προηγουμένης ακροάσεως - το οποίο
προβλέπεται πλέον και στο άρθρο 6 του
Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας
(Ν. 2690/1999, Α΄ 45), αποβλέπει στην παροχή της δυνατότητας στον
διοικούμενο, τον οποίον αφορά η δυσμενής
διοικητική πράξη να προβάλλει συγκεκριμένους ισχυρισμούς ενώπιον του αρμοδίου διοικητικού οργάνου,
ούτως ώστε να επηρεάσει τη λήψη από το όργανο αυτό της σχετικής αποφάσεως
ύστερα από διαφορετική εμφάνιση ή εκτίμηση του πραγματικού υλικού.
Ωστόσο, όπως έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία, η
συνταγματική διάταξη δεν απαιτεί την κλήση του διοικούμενου σε προηγούμενη
ακρόαση, όταν η διοίκηση λειτουργεί κατά δέσμια αρμοδιότητα, διότι στην
περίπτωση αυτή η βλάβη των δικαιωμάτων ή των εννόμων συμφερόντων του επέρχεται
ως αυτόματη συνέπεια του νόμου και συνεπώς η προηγούμενη ακρόαση είναι
αλυσιτελής . Δημιουργείται κατά συνέπεια εύλογα το ζήτημα, αν μπορεί να γίνει
λόγος για εφαρμογή της συνταγματικής αρχής στο πεδίο του φορολογικού δικαίου,
όταν σύμφωνα με την κρατούσα αντίληψη η φορολογική αρχή κατά τη διαδικασία
επιβολής φόρου ή προστίμου δρα κατά δέσμια αρμοδιότητα .
Η νομολογία για την παραβίασης του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης σε ότι αφορά τις φορολογικές διαφορές, έχει κυμανθεί τα
τελευταία χρόνια.