Κυριακή 26 Απριλίου 2015

Νομικό χρονικό των υποθέσεων για αξιώσεις αποζημιώσεων κατά του Γερμανικού Δημοσίου για εγκλήματα των στρατευμάτων κατοχής. Οι αποφάσεις Αρείου Πάγου, 11/2000 και Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου 6/2002

1. Η νομική βάση για την ικανοποίηση ατομικών αξιώσεων προς αποζημίωση των θυμάτων στην υπόθεση του Διστόμου Βοιωτίας.
Η σύμβαση της Χάγης IV της 18.10.1907 «περί των Νόμων και Εθίμων του κατά ξηράν πολέμου και ο προσαρτημένος Kανονισμός», ορίζει στο άρ. 3 τα εξής «Ο παραβαίνων τις διατάξεις του ρηθέντος Κανονισμού εμπόλεμος ευθύνεται, ενδεχομένως, σε αποζημίωση. Ευθύνεται δε διά πάσας τας πράξεις τας ενεργηθείσας υπό των προσώπων των αποτελούντων μέρος της στρατιωτικής αυτού δυνάμεως». Στον προσαρτημένο Κανονισμό περιλαμβάνονται διατάξεις του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου (ή Δικαίου του Πολέμου), οι οποίες προβλέπουν περιορισμούς στην πολεμική δραστηριότητα των ενόπλων δυνάμεων των εμπολέμων και στην συμπεριφορά τους κατά την άσκηση της εξουσίας σε καταληφθείσα χώρα και από τις οποίες θα μπορούσαν να προκύψουν δικαιώματα για τους μάχιμους, τους αιχμαλώτους και τους αμάχους. Στο άρθρο 46 του εν λόγω Κανονισμού  προβλέπεται ειδικότερα ότι «Η τιμή και τα οικογενειακά δίκαια, η ζωή των ατόμων ως και η ιδιοκτησία αυτών, αι θρησκευτικαί πεποιθήσεις και η άσκησις της λατρείας είναι σεβαστά. Η ιδιωτικής κτήσις δεν δύναται να δημευθεί». Στο άρθρο  25 του Κανονισμού ορίζονται τα εξής: «Απαγορεύεται η προσβολή ή ο βομβαρδισμός ανυπεράσπιστων πόλεων, χωριών, κατοικιών ή κτιρίων με οποιοδήποτε μέσο»
Ο συνδυασμός του άρ. 3 της σύμβασης της Χάγης IV και της διάταξης  του άρ. 46 του προσαρτημένου σ’ αυτήν Κανονισμού, χρησιμοποιήθηκαν ως νομική βάση προς ικανοποίηση ατομικών αξιώσεων προς αποζημίωση των θυμάτων στην υπόθεση του Διστόμου Βοιωτίας.
Σημειωτέον ότι την παραπάνω σύμβαση επικύρωσε η Γερμανία από 27.11.1909, ενώ η Ελλάδα δεν την έχει επικυρώσει. Η δέσμευση ωστόσο των μερών, δεν αμφισβητείται, γιατί η σύμβαση απηχεί κανόνες εθιμικού διεθνούς δικαίου (που ισχύουν δεσμευτικά για όλα τα κράτη) δηλαδή γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες του διεθνούς δικαίου, οι οποίοι ισχύουν άμεσα στο εσωτερικό του κράτους σύμφωνα με το άρ. 28 παρ. 1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι «Οι γενικά παραδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου, καθώς και οι  διεθνείς συμβάσεις, από την επικύρωση τους με νόμο και τη θέση τους σε ισχύ  σύμφωνα με τους όρους καθεμιάς, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου. Η εφαρμογή των κανόνων του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συμβάσεων στους αλλοδαπούς τελεί πάντοτε υπό τον όρο της αμοιβαιότητας».