Δόθηκαν πρόσφατα στη δημοσιότητα
τα ονόματα χιλιάδων οφειλετών του δημοσίου, φυσικών και νομικών προσώπων, με
ληξιπρόθεσμα χρέη άνω των 150.000 ευρώ, με ανάρτηση στο διαδίκτυο από τη Γενική
Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων.
Στόχος της δημοσιοποίησης των
ονομάτων, όπως αναφέρει σε σχετική ανακοίνωσή της η Γενική Γραμματεία Δημοσίων
Εσόδων, είναι η πληροφόρηση και ενημέρωση των πολιτών, καθώς και η εμπέδωση της
φορολογικής δικαιοσύνης έναντι των συνεπών φορολογουμένων και η φορολογική
συμμόρφωση.
Νομικά η παραπάνω ενέργεια
προβλέπεται στο άρθρο 9 (Δημοσιοποίηση ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο)
του ν. 3943/2011, το οποίο ορίζει ότι «1.
Τα στοιχεία των συνολικών ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο από κάθε αιτία,
όταν αυτές υπερβαίνουν το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ ανά
φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημοσιοποιούνται υποχρεωτικά σε δικτυακό τόπο του
Υπουργείου Οικονομικών, εφόσον η καταβολή τους καθυστερεί για χρονικό διάστημα
μεγαλύτερο του έτους.
2.
Από τη ρύθμιση της προηγούμενης παραγράφου εξαιρούνται οι οφειλές, για τις
οποίες έχει χορηγηθεί στον οφειλέτη διευκόλυνση τμηματικής καταβολής του
χρέους, για όσο χρόνο διαρκεί η διευκόλυνση και εφόσον ο οφειλέτης είναι
συνεπής με τους όρους της, καθώς και οι οφειλές για την καταβολή των οποίων
έχει διαταχθεί αναστολή με δικαστική απόφαση.
3.
Δημοσιοποιούνται, επίσης, στοιχεία των παραβάσεων του Κ.Β.Σ. οι οποίες
συνίστανται στην έκδοση πλαστών ή στην έκδοση και λήψη εικονικών ως προς τη
συναλλαγή φορολογικών στοιχείων ή στη μη έκδοση ή στην ανακριβή έκδοση φορολογικών
στοιχείων, από τα οποία προκύπτει απόκρυψη φορολογητέας ύλης, καθώς και
παραβάσεων που συνίστανται στην καταχώριση στα βιβλία αγορών ή εξόδων που δεν
έχουν πραγματοποιηθεί και δεν έχει εκδοθεί φορολογικό στοιχείο.
4.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ορίζονται οι προϋποθέσεις, η διαδικασία και
οι τεχνικές προδιαγραφές δημοσιοποίησης στο διαδίκτυο, τα δεδομένα που
δημοσιοποιούνται, μεταξύ των οποίων και τα στοιχεία των οφειλετών, των
παραβατών και των συνυπόχρεων με αυτούς προσώπων, η διαδικασία και οι
προϋποθέσεις άρσης της δημοσιοποίησης, τα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την
ασφάλεια της επεξεργασίας και κάθε άλλο σχετικό θέμα, αφού ληφθούν υπόψη και οι
διατάξεις του ν. 2472/1997 (ΦΕΚ 50 Α`).»
Σχετικά λοιπόν εκδόθηκε κατ’
εξουσιοδότηση της παρ. 4 του ως άνω άρθρου, η
ΥΑ 1185/2011 με τίτλο «Δημοσιοποίηση ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το
Δημόσιο» (
ΦΕΚ Β΄ 1949/01.09.2011). Στην
παραπάνω απόφαση προβλέπεται η ηλεκτρονική δημοσιοποίηση σε δικτυακό τόπο του
Υπουργείου Οικονομικών των στοιχείων των συνολικών ληξιπρόθεσμων οφειλών προς
το Δημόσιο από κάθε αιτία, όταν αυτές υπερβαίνουν το ποσό των 150.000 ευρώ ανά
φυσικό ή νομικό πρόσωπο και εφόσον η καταβολή τους καθυστερεί για χρονικό
διάστημα μεγαλύτερο του έτους. Ότι προϋποθέσεις
ανάρτησης και περιεχόμενο των
δημοσιοποιούμενων στοιχείων είναι ότι οι συνολικές ληξιπρόθεσμες βασικές
οφειλές, σύμφωνα με τον Ν. 4174/2013 και το ν.δ. 356/1974, προς το Δημόσιο θα
αφορούν ποσά άνω των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, ανά φυσικό ή νομικό
πρόσωπο ή νομική οντότητα των οποίων η καταβολή, κατά την ημερομηνία άντλησης
των στοιχείων απότις βάσεις δεδομένων των Πληροφοριακών Συστημάτων Φορολογίας
(TAXIS) και Τελωνείων (ICIS), καθυστερεί για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του
έτους. Εξαιρέσεις από τη δημοσιοποίηση προβλέπονται και αφορούν α) οφειλές για τις οποίες έχει
χορηγηθεί διευκόλυνση τμηματικής καταβολής ή έχουν υπαχθεί σε νομοθετική
ρύθμιση τμηματικής καταβολής ληξιπροθέσμων οφειλών, για όσο χρόνο διαρκεί η
διευκόλυνση ή η ρύθμιση και εφόσον ο οφειλέτης είναι συνεπής με τους όρους
ισχύος τους. β) οφειλές για τις οποίες
έχει χορηγηθεί αναστολή καταβολής με προσωρινή διαταγή, δικαστική απόφαση, πράξη διοικητικού
οργάνου ή εκ του νόμου, γ) οι οφειλές
που έχουν χαρακτηριστεί ανεπίδεκτες είσπραξης και δ) οι οφειλές αποβιωσάντων οφειλετών.
Το θέμα της δημοσιοποίησης των
οφειλετών του Δημοσίου έχει απασχολήσει αρκετές φορές τη θεωρία, καθώς
βρίσκεται σε σύγκρουση με την προστασία άλλων δικαιωμάτων του ατόμου,
συνταγματικά κατοχυρωμένων.
Στην αιτιολογική έκθεση του
Ν.3943/2011 αναφέρονται σχετικά με τις ρυθμίσεις του άρθρου 9, μεταξύ άλλων,
και τα εξής (σελ. 7): «Με την παρ.1
θεσπίζεται για πρώτη φορά για λόγους πληροφόρησης και ενημέρωσης των πολιτών,
φορολογικής δικαιοσύνης έναντι των συνεπών φορολογουμένων, αλλά και για λόγους
φορολογικής συμμόρφωσης, η υποχρέωση της φορολογικής διοίκησης να δημοσιοποιεί
σε διαδικτυακό τόπο του Υπουργείου Οικονομικών τα στοιχεία των συνολικών
ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το δημόσιο, όταν αυτές υπερβαίνουν το ποσό των 150.000
ευρώ και υπό την προϋπόθεση ότι η καταβολή τους καθυστερεί για χρονικό διάστημα
μεγαλύτερο του έτους».
Όπως προκύπτει από τον τίτλο και
τις διατάξεις του Κεφαλαίου Α` του Ν. 3943/2011, ο πρωταρχικός σκοπός των ρυθμίσεων αυτών συνίσταται στην ανάγκη καταπολέμησης
της φοροδιαφυγής.
Με τις διατάξεις των άρθρων 9Α του Συν/τος, 8
του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 8 της Ευρωπαϊκής
Σύμβασης δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), καθώς, επίσης και με τις διατάξεις της Οδηγίας 95/46/ΕΚ, της Σύμβασης
108 του Συμβουλίου της Ευρώπης και του Ν. 2472/1997, κατοχυρώνεται το ατομικό
δικαίωμα του πληροφοριακού αυτοκαθορισμού, ήτοι η προστασία του ατόμου από την
επεξεργασία των δεδομένων του προσωπικού χαρακτήρα (Βλ. σχετικά και την Απόφαση
της Αρχής 54/2011).
Αποτελεί λοιπόν συνταγματικό
δικαίωμα για κάθε άτομο να μην καθίσταται πληροφοριακό αντικείμενο, αλλά να
προσδιορίζει το ίδιο ποιες από τις πληροφορίες που το αφορούν θα καταστούν
γνωστές και με τους όρους που το ίδιο θα θέσει. Οι πληροφορίες αυτές μπορούν να
προέρχονται από οποιοδήποτε στάδιο της κοινωνικής του ζωής και οι οποίες να
δημοσιευθούν χωρίς γνώση και συναίνεση του τελευταίου, θα μπορούσαν να
οδηγήσουν σε διατάραξη της ηρεμίας του.
Με το ν. 2472/1997 εισήχθη στην
εσωτερική έννομη τάξη το νομικό πλαίσιο των προσωπικών δεδομένων και η
προστασία αυτών. Σύμφωνα με το άρθρο 2 του νόμου «δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα είναι κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο
υποκείμενο των δεδομένων. Ειδικότερα,
δεδομένα σχετικά με το φυσικό πρόσωπο και όταν αυτά αφορούν τη φυλετική
ή εθνική προέλευση, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές
πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε ένωση, σωματείο και συνδικαλιστική οργάνωση, την
υγεία, την κοινωνική πρόνοια και την ερωτική ζωή καθώς και τα σχετικά με ποινικές
διώξεις ή καταδίκες χαρακτηρίζονται ως «ευαίσθητα δεδομένα».
Ποια θα ήταν λοιπόν τα όρια μέσα
στα οποία θα μπορούσε να κινηθεί η διοίκηση στο πλαίσιο της πάταξης της
φοροδιαφυγής και ποια θα ήταν τα μέτρα εκείνα που θα μπορούσε να εφαρμόσει και
θα ήταν σύμφωνα τόσο με τη προστασία που παρέχει ο παραπάνω νόμος όσο και η
συνταγματική διάταξη του άρ. 9Α;
Βασικό στοιχείο προστασίας είναι
η ιδιωτικότητα του προσώπου. Η ιδιωτικότητα αυτή όμως δεν πρέπει να
εκλαμβάνεται με τη στενή ερμηνευτική της εκδοχή, αλλά αφορά κάθε πληροφορία, η
οποία στην πολυσύνθετη κοινωνική πραγματικότητα, μπορεί να γίνει αντικείμενο
επεξεργασίας και μεταξύ άλλων μπορεί να αφορά και την οικονομική δραστηριότητα
του ατόμου, η οποία ούτως ή άλλως προστατεύεται στο πλαίσιο της συνταγματικής
διάταξης του άρ. 5 για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και της
επαγγελματικής ελευθερίας.
Πόσο όμως στοιχεία της
οικονομικής δραστηριότητας φυσικού ή νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας
μπορούν να αφορούν προσωπικά δεδομένα;
Αν κρίνουμε από τη διάταξη του
άρ. 85 υπό το προϊσχύσαν καθεστώς του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος που όριζε
τα στοιχεία του φορολογικού απορρήτου, εννοείται ότι οι πληροφορίες φορολογικού
τύπου ανήκουν στον πυρήνα των ευαίσθητων δεδομένων γι’ αυτό και
χαρακτηριζόμενες ως απόρρητες δεν επιτρέπεται γι’ αυτές καμία είδους
επεξεργασία, παρά μόνο όσες ορίζει ο νόμος και για συγκεκριμένους σκοπούς. Το φορολογικό απόρρητο λοιπόν καθιερώνεται
ρητά με την πρόβλεψη ότι οι φορολογικές δηλώσεις, τα φορολογικά στοιχεία, οι εκθέσεις
ελέγχου, οι πράξεις προσδιορισμού αποτελεσμάτων, τα φύλλα ελέγχου, οι αποφάσεις
των προϊσταμένων των φορολογικών αρχών και κάθε στοιχείο του φακέλου της
φορολογίας που έχει σχέση ή άπτεται αυτής, δεν επιτρέπεται να γνωστοποιούνται
σε οποιονδήποτε άλλον εκτός από τον φορολογούμενο τον οποίο αφορούν.
Ωστόσο αν και η προστασία που παρέχεται
με το ανωτέρω άρθρο φαίνεται να είναι απόλυτη, ωστόσο στην παρ. 2 αλλά και σε
άλλα νομοθετήματα κάμπτεται με σειρά εξαιρέσεων που δικαιολογούνται από λόγους
δημοσίου συμφέροντος. Η επίκληση όμως λόγων δημοσίου συμφέροντος, όταν
προβάλλονται για να στηρίξουν τον περιορισμό άλλων συνταγματικών δικαιωμάτων,
πρέπει να είναι ειδικά ορισμένη και να μην τείνει στην αόριστη αναφορά της
έννοιας «δημόσιο συμφέρον». Με άλλα λόγια το δημόσιο συμφέρον πρέπει να
προκύπτει από το σκοπό του νόμου που καθιερώνει τους περιορισμούς και τις
εξαιρέσεις και από την αναλογική σχέση
του μέτρου του περιορισμού με το δικαίωμα που περιορίζεται.
Η δημοσιοποίηση λοιπόν στοιχείων
των οφειλετών του Δημοσίου αποτέλεσε αντικείμενο γνωμοδότησης της Αρχής
Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Η Αρχή έκρινε με την υπ’ αρ. 4/2011
απόφασή της ότι κατ’ αρχήν «..τίθεται το
ζήτημα του αναγκαίου συγκερασμού μεταξύ, αφενός,
του δημοσίου συμφέροντος για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και την εμπέδωση
της φορολογικής δικαιοσύνης με τη συνεπή εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων
των πολιτών και, αφετέρου, των επιταγών της ουσιαστικής κατοχύρωσης του
θεμελιώδους δικαιώματος του ατόμου στην προστασία των δεδομένων προσωπικού
χαρακτήρα που το αφορούν, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις υπέρτερης
τυπικής ισχύος των άρθρων 9Α του Συν/τος, 8 της ΕΣΔΑ, 8 του Χάρτη θεμελιωδών
δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Σύμβασης 108 (1981) του Συμβουλίου της
Ευρώπης για την προστασία των ατόμων από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία
προσωπικών δεδομένων, η οποία κυρώθηκε με το Ν. 2068/1992 (ΦΕΚΑ` 118) και
τέθηκε σε ισχύ ως προς την Ελλάδα την 01/12/1995 με την Ανακοίνωση Υπ.
Εξωτερικών Φ.0546/4173 (ΦΕΚΑ` 207/1995) και της Οδηγίας 95/46/ΕΚ, καθόσον το
προαναφερόμενο δημόσιο συμφέρον προτείνεται ως λόγος δικαιολογήσεως ενός
περιορισμού του συγκεκριμένου θεμελιώδους δικαιώματος.
Κατά την πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι περιορισμοί
ατομικών δικαιωμάτων πρέπει να ορίζονται γενικώς και αντικειμενικώς με τυπικό
νόμο ή κατόπιν ειδικής νομοθετικής εξουσιοδότησης με διάταγμα, να
δικαιολογούνται από αποχρώντες λόγους δημόσιου συμφέροντος, να είναι πρόσφοροι
και αναγκαίοι για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και να μη θίγουν τον πυρήνα
του ατομικού δικαιώματος.
Αντίστοιχα, το Ευρωπαϊκό δικαστήριο δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ)
έχει δεχθεί, ιδίως κατά την ερμηνεία του άρθρου 8 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, ότι
οποιαδήποτε επέμβαση (περιορισμός) στην ιδιωτική ζωή του ατόμου από τη δημόσια
εξουσία πρέπει να προβλέπεται σε νόμο, που φέρει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της
προσβασιμότητας [accessibility] και της προβλεψιμότητας των συνεπειών του
(foreseeabiiityj. Η νομολογία αυτή απηχεί την αρχή της νομιμότητας, που διέπει
τη δράση της δημόσιας διοίκησης, υπό την έννοια ότι η αρμοδιότητα των δημόσιων
αρχών πρέπει να προβλέπεται από νόμο και να ασκείται σύμφωνα με το νόμο. (Βλ.
σχετικά και την Απόφαση της Αρχής 54/2011, σκέψη υπ` αρ. 2).
Εξάλλου, σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΚ σχετικά με την ανάγκη
εφαρμογής των επιταγών της αρχής της αναλογικότητας κατά τη θέσπιση περιορισμών
στην άσκηση θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου, ο νομοθέτης διαθέτει καταρχήν
ευρεία εξουσία εκτιμήσεως για την επιλογή του ενδεδειγμένου μέτρου, πού θα
υλοποιεί τους σκοπούς δημοσίου συμφέροντος τους οποίους εκάστοτε επιδιώκει. Στο
πλαίσιο αυτό, μπορούν να επιβληθούν περιορισμοί στην άσκηση των θεμελιωδών
δικαιωμάτων, αρκεί οι περιορισμοί αυτοί να εξυπηρετούν όντως σκοπούς γενικού
συμφέροντος και να μην αποτελούν, σε σχέση με τον επιδιωκόμενο με τους εν λόγω
περιορισμούς σκοπό, υπέρμετρη παρέμβαση που θίγει την ίδια την υπόσταση των
δικαιωμάτων που προστατεύονται (Βλ., ιδίως, ΔΕΚ, Απόφαση 12/06/2003, στην
υπόθεση C-112/00, Eugen Schmidberger, Internationale Transporte und Planzuge,
σκέψεις 77-82, και τις αποφάσεις που αναφέρονται στη σκέψη υπ` αρ. 80).
Περαιτέρω, το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει κρίνει ως προς τη
συνταγματική αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συν/τος εδ. δ`) ότι
οι επιβαλλόμενοι από το νόμο περιορισμοί σε συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα
πρέπει να είναι πρόσφοροι και αναγκαίοι για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από
το νομοθέτη σκοπού δημόσιου ή κοινωνικού συμφέροντος και να μην είναι δυσανάλογοι
σε σχέση προς αυτόν. Όσον αφορά τον έλεγχο της προσφορότητας και αναγκαιότητας
των μέτρων, που θεσπίζονται για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού, ο νομοθέτης
διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτίμησης, για τον καθορισμό των ρυθμίσεων, που αυτός
κρίνει, πρόσφορες και αναγκαίες. Ως εκ τούτου, ο δικαστικός έλεγχος της τήρησης
της αρχής της αναλογικότητας περιορίζεται στην κρίση για το εάν η θεσπιζόμενη
ρύθμιση είτε είναι προδήλως απρόσφορη, είτε υπερβαίνει προδήλως το απαραίτητο
για την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρο (Βλ. σχετικά, ιδίως,
ΟλΣτΕ 3031/2008, σκέψη υπ` αρ. 9, και ΟλΣτΕ 2010/2010, σκέψη υπ` αρ. 24, in
NOMOS».
Κρίνεται λοιπόν στην ως άνω
γνωμοδότηση ότι «…οι παραπάνω προβαλλόμενοι
από το Υπουργείο Οικονομικών - ΓΓΠΣ σκοποί για τη δημοσιοποίηση, και μάλιστα
στο διαδίκτυο, απλών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα οφειλετών ληξιπρόθεσμων
οφειλών προς το δημόσιο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 9
παρ. 1, 2 και 4 του Ν. 3943/2011 και της πολ. 1185/01-09-2011, δηλαδή η εμπέδωση της φορολογικής
δικαιοσύνης με τη συνεπή εκπλήρωση από τους φορολογουμένους των φορολογικών
υποχρεώσεων τους μέσω της ενίσχυσης της διαφάνειας, της πληροφόρησης και
ενημέρωσης των πολιτών, είναι καταρχήν καθορισμένοι, σαφείς και νόμιμοι,
σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 στοιχ. (α`) του
Ν.2472/1997. Υπό την έννοια αυτή, οι εν λόγω επιδιωκόμενοι σκοποί επεξεργασίας
αυτοί καθαυτοί δεν έρχονται σε αντίθεση με κανόνες υπέρτερης τυπικής ισχύος,
όπως το άρθρο 9Α του Συντάγματος και το άρθρο 6 παρ. 1 στοιχ. (β`) της Οδηγίας
95/46/ΕΚ.»
Κατά την ίδια γνωμοδότηση, «…η μη εκπλήρωση των φορολογικών
υποχρεώσεων, σε όλες τις μορφές της, αποτελεί μια συμπεριφορά με ιδιαίτερη
συνταγματική απαξία, καθόσον παραβιάζει πολλαπλώς το Σύνταγμα. Καταρχάς,
παραβιάζει το άρθρο 4 παρ. 5 του Συν/τος, και ειδικότερα την αρχή της
καθολικότητας του φόρου, που αποτελεί συστατικό στοιχείο της φορολογικής
υποχρέωσης. Συγχρόνως, παραβιάζει και το άρθρο 4 παρ. 1 του Συν/τος, δηλαδή τη
γενική αρχή της ισότητας, αφού λειτουργεί στην πράξη ως μηχανισμός αναδιανομής
εισοδήματος από τους συνεπείς φορολογούμενους στους μη συνεπείς. Περαιτέρω,
παραβιάζει και το άρθρο 25 παρ 4 του Συν/τος, το οποίο καθιερώνει την αρχή της
κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, αφού διαρρηγνύει την ελάχιστη κοινωνική και
εθνική συνοχή, που διασφαλίζεται μέσα από την εκπλήρωση των συνταγματικών
καθηκόντων, μεταξύ των οποίων υψηλή θέση κατέχει η φορολογική υποχρέωση. Τέλος,
παραβιάζει έμμεσα και το άρθρο 25 παρ. 1 του Συν/τος., το οποίο καθιερώνει την
αρχή του κοινωνικού Κράτους δικαίου, αφού στερεί από το κράτος ένα μεγάλο μέρος
νόμιμων εσόδων που προορίζονται για την υλοποίηση των κοινωνικών δικαιωμάτων
και γενικότερα για την ικανοποίηση δημοσίων αναγκών. Τα άρθρα 4 παρ. 5, 4 παρ.
1, και 25 παρ. 1 και 4 του Συν/τος, ερμηνευόμενα σε συνδυασμό μεταξύ τους,
προσδίδουν ένα αυξημένο συνταγματικό βάρος στο στόχο της καταπολέμησης της
φοροδιαφυγής και της συνεπούς εκπλήρωσης των φορολογικών υποχρεώσεων, που
αποτελεί «έργο που εμπίπτει στην άσκηση δημόσιας εξουσίας» κατά την έννοια του
άρθρου 5 παρ. 2 στοιχ. (δ`) του Ν.2472/1997, και δικαιολογούν καταρχήν τη
θέσπιση μέτρων που εξυπηρετούν την επίτευξη του στόχου αυτού, έστω και αν τα
μέτρα αυτά συνεπάγονται περιορισμούς στο δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών
δεδομένων (ιδίως, όταν πρόκειται, όπως στην προκειμένη περίπτωση, για απλά και
όχι για ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα), υπό την προϋπόθεση ότι τα μέτρα αυτά
συνάδουν προς κανόνες υπέρτερης τυπικής ισχύος, που κατοχυρώνουν την προστασία
του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων του προσωπικού χαρακτήρα.»
Καταλήγει η Αρχή θέτοντας και τους
εξής όρους-εγγυήσεις τήρησης των ελάχιστων εκείνων προϋποθέσεων ορθής πρακτικής
εφαρμογής του μέτρου «…..Συμπερασματικώς,
δε, η Αρχή κρίνει ότι το μέτρο της δημοσιοποίησης και μάλιστα στο διαδίκτυο από
το Υπουργείο Οικονομικών - ΓΓΠΣ, ως υπεύθυνο επεξεργασίας, καταλόγου οφειλετών
ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το δημόσιο, το οποίο επέλεξε ο Έλληνας νομοθέτης (με
την εισαγωγή των κρίσιμων ρυθμίσεων του άρθρου 9 παρ. 1,2 και 4 του Ν.
3943/2011) ως καταρχήν πρόσφορο για την εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων
των πολιτών προς το Κράτος, σε εποχή ιδιαίτερα δυσμενούς πορείας των δημοσίων
οικονομικών, συνιστά μία συνταγματικώς ανεκτή επεξεργασία δεδομένων προσωπικού
χαρακτήρα των αναφερομένων προσώπων, η οποία δεν εξέρχεται των ορίων της
προσφορότητας και της αναγκαιότητας και, συνεπώς, δεν έρχεται σε αντίθεση προς
κανόνες υπέρτερης τυπικής ισχύος, οι οποίοι κατοχυρώνουν το δικαίωμα του ατόμου
στην προστασία από την επεξεργασία δεδομένων του προσωπικού χαρακτήρα, και,
ειδικότερα, προς τα άρθρα 2 παρ. 1, 9Α και 21 παρ. 1 του Συν/τος, 8 του Χάρτη
Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 8 της ΕΣΔΑ, 6 παρ. 1 στοιχ.(γ`)
της Οδηγίας 95/46/ΕΚ και 9 παρ. 2 της Σύμβασης 108 (1981) του Συμβουλίου της
Ευρώ πης, εφόσον τηρούνται οι ακόλουθοι όροι:
(1) Η δημοσιοποίηση ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το δημόσιο θα πρέπει να αφορά αποκλειστικά οφειλές από φόρους, δασμούς
και λοιπά Βάρη, για τα οποία οι Ελληνες πολίτες υποχρεούνται, κατά το άρθρο
παρ. 4.5 του Συντάγματος, να συνεισφέρουν, χωρίς διακρίσεις, ανάλογα με της
δυνάμεις τους.
(2) Θα πρέπει να υπάρχει
οριστικοποίηση της φορολογικής ενοχής η οποία επέρχεται είτε (α) με την
παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της πράξης
καταλογισμού φόρου, είτε (β) με την έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης,
σχετικά με την ύπαρξη και το ύψος της οφειλής. Ο όρος αυτός κρίνεται από
την Αρχή ως απαραίτητος κατά πλειοψηφία, καθόσον ένα μέλος έχει την άποψη ότι
αρκεί για τη νομιμότητα της σκοπούμενης δημοσιοποίησης η ύπαρξη απλής ταμειακής
βεβαίωσης, της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Οικονομικών.
Θα πρέπει να υπάρχει προηγούμενη
έγκαιρη έγγραφη ενημέρωση του εκάστοτε ενδιαφερόμενου οφειλέτη για τη
σκοπούμενη δημοσιοποίηση, λαμβανομένων υπόψη και των διατάξεων του άρθρου
11 παρ. 3 του Ν. 2472/1997, από το Υπουργείο Οικονομικών - ΓΓΠΣ, ως υπεύθυνο
επεξεργασίας. Επίσης, θα πρέπει να έχει χορηγηθεί στον ενδιαφερόμενο οφειλέτη
προθεσμία τουλάχιστον δεκαπέντε (15) ημερών, προκειμένου είτε να προβεί στην
τακτοποίηση της οφειλής του, με Βάση τις κείμενες διατάξεις της φορολογικής
νομοθεσίας, είτε να προβάλει τις αντιρρήσεις του, λαμβανομένων υπόψη και των
διατάξεων του άρθρου 13 του Ν. 2472/1997.
Θα πρέπει να ταυτοποιείται προσηκόντως και επαρκώς ο εκάστοτε αναφερόμενος
οφειλέτης, με τη δημοσιοποίηση του επωνύμου του, του ονόματος του, του ΑΦΜ του
και του ονόματος του πατέρα του, αποκλειόμενης της χρήσης οποιουδήποτε άλλου
προσδιοριστικού της ταυτότητας του στοιχείου.
Δεν θα πρέπει να δημοσιεύονται
ονόματα οφειλετών χρεών που είναι ανεπίδεκτα είσπραξης, κατά την έννοια του
νέου άρθρου 82Α του ΚΕΔΕ, όπως αυτό προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 10
του Ν. 3943/2011. Πράγματι, η
διάκριση των ληξιπρόθεσμων χρεών προς το δημόσιο σε εισπράξιμα και ανεπίδεκτα
είσπραξης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 10 του
Ν.3943/2011, είναι ενδεδειγμένη και μόνο η δημοσιοποίηση ονομάτων οφειλετών
εισπράξιμων χρεών πληροί τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις, που θέτουν για τη
νομιμότητα κάθε επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα οι διατάξεις του άρθρου
4 παρ.1 του Ν.2472/1997.
Δεν θα πρέπει να δημοσιεύονται
στοιχεία ανηλίκων οφειλετών,
καθόσον η πρόβλεψη της δημοσιοποίησης τους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις
διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 3 της πολ. 1185/01-09-2011, κρίνεται παντελώς
απρόσφορη, εφόσον τη διαχείριση της περιουσίας έχουν οι γονείς ή άλλα πρόσωπα
(επίτροποι, κλπ.).
Δεν θα πρέπει να γίνεται
δημοσιοποίηση των στοιχείων αποβιωσάντων οφειλετών, καθόσον ενδέχεται μετά το θάνατο του κληρονομουμένου οφειλέτη το χρέος
του να έχει διαιρεθεί κατά τρόπο ώστε στον καθέναν από τους κληρονόμους του να
αναλογεί, σύμφωνα με τα άρθρα 1885 και 480 ΑΚ, χρέος μικρότερο των 150.000
Ευρώ. Στην περίπτωση αυτή δεν πληρούται η θεμελιώδης προϋπόθεση της ακρίβειας
των δεδομένων, που θέτει για τη νομιμότητα κάθε επεξεργασίας δεδομένων
προσωπικού χαρακτήρα η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 στοιχ. γ του Ν. 2472/1997.»
Η γνωμοδότηση 4/2011
επικεντρώνεται στην στάθμιση συμφερόντων που επιβάλλεται να γίνει για να
καταλήξει αν είναι συνταγματικά επιτρεπτός ο περιορισμός του δικαιώματος της
προστασίας των προσωπικών δεδομένων και μάλιστα των φορολογικών στοιχείων. Αυτό
που σταθμίζει είναι από τη μία πλευρά η μη εκπλήρωση των φορολογικών
υποχρεώσεων, που αποτελεί συμπεριφορά με ιδιαίτερη συνταγματική απαξία, καθόσον
παραβιάζει σειρά διατάξεων του Συντάγματος και ταυτόχρονα στερεί από το Κράτος
ένα μεγάλο μέρος νομίμων εσόδων που προορίζονται για την υλοποίηση κοινωνικών
δικαιωμάτων, ενώ από την άλλη πλευρά ο σεβασμός του δικαιώματος του ατόμου για
προστασία από την επεξεργασία και
μάλιστα την ηλεκτρονική των προσωπικών του δεδομένων.
Ο σκοπός δηλαδή που υποτίθεται ότι
υπηρετεί το μέτρο της δημοσιοποίησης των οφειλών και των ονομάτων των
φορολογούμενων προς το Δημόσιο, είναι η πάταξη της φοροδιαφυγής, η εμπέδωση της
φορολογικής συνείδησης και συνακόλουθα η ανάγκη του Κράτους για είσπραξη των
εσόδων από νόμιμες αιτίες όπως οι φόροι.
Ωστόσο το μέτρο που επιλέχθηκε
για να υπηρετήσει τον σκοπό του νόμου
που είναι η πάταξη της φοροδιαφυγής, δηλαδή η δημοσιοποίηση στοιχείων των
οφειλετών του Δημοσίου, δεν φαίνεται ικανό, πρόσφορο και ανάλογο σε σχέση με το
δικαίωμα που υπόκειται σε περιορισμό. Και τούτο διότι από το 2011 που εκδόθηκε
ο νόμος 3943 και η παραπάνω γνωμοδότηση της Αρχής, δεν υπάρχουν στοιχεία ικανά
που να συντείνουν στην διαπίστωση ότι πράγματι αυτό το μέτρο αποδίδει και εκπληρώνει
τον στόχο που τέθηκε.
Μάλιστα δεν έχει δημοσιευθεί
καμία σχετική μελέτη που να δείχνει ότι μετά από την δημοσιοποίηση των λιστών
με τους οφειλέτες υπήρξε λόγω αυτής της ενέργειας μία κινητικότητα προς την
κατεύθυνση της αύξησης των δημοσίων εσόδων. Αντίθετα τα δημόσια έσοδα πέντε χρόνια
μετά ακόμη υστερούν, σε σχέση με τους αρχικούς στόχους.
Είναι φανερό λοιπόν ότι το μέτρο
της δημοσιοποίησης στοχεύει στον ψυχολογικό παράγοντα, όπου ο φορολογούμενος
έχοντας υπόψη ότι μπορεί να υποστεί τη γνωστοποίηση των οφειλών του, προστρέχει
σε τακτοποίηση αυτών.
Αλλά και οι οφειλέτες που
βρίσκονται σε λίστες γνωστοποίησης, μετά την κοινωνική αποδοκιμασία που τυχόν
θα υποστούν μέσω της ανάρτησης των ονομάτων τους από τα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης,
μπορεί να σπεύσουν στην όποια τακτοποίηση των οφειλών τους.
Το μέτρο της δημοσιοποίησης των στοιχείων των οφειλετών του Δημοσίου, πρωτίστως
στοχεύει στον πυρήνα του δικαιώματος προστασίας από την επεξεργασία των ευαίσθητων
προσωπικών δεδομένων. Η δημοσιοποίηση παρουσιάζεται ως ένα επιπλέον μέτρο
εξαναγκασμού προς είσπραξη, το οποίο όμως συγκρούεται κατ’ ευθείαν με το άρθρο
9Α του Συντάγματος.
Η δημιουργία χρεών από φόρους ή
τέλη, δεν σημαίνει ότι αυτά προέρχονται από την θελημένη αποφυγή πληρωμής
φόρων, ώστε να συνδέονται με την φοροδιαφυγή. Πολλές από τις περιπτώσεις που
δημοσιοποιούνται τα στοιχεία των οφειλετών, οι καταλογιστικές του φόρου πράξεις
προέρχονται ύστερα από ελέγχους, την νομιμότητα των οποίων έχουν ήδη
αμφισβητήσει οι φορολογούμενοι διεξάγοντας δικαστικούς πολύχρονους αγώνες. Σε άλλες
περιπτώσεις πάλι οι οφειλές προέρχονται από καταλογισμούς που επήλθαν για
παλιές φορολογικές χρήσεις και που στην σημερινή συγκυρία είναι αδύνατο να
τύχουν ρύθμισης. Δεν είναι μάλιστα άγνωστο το γεγονός αναφερόμενες εταιρίες στις
λίστες δημοσιοποίησης να έχουν επέλθει σε στάδιο εκκαθάρισης, μη
ανταποκρινόμενες πλέον στον επιχειρηματικό σκοπό για τον οποίο συστάθηκαν. Σε άλλες πάλι περιπτώσεις μπορεί οι οφειλές να
έχουν προέλθει από εξωλογιστικούς προσδιορισμούς που σημαίνει ότι οι οφειλές
προσδιορίζονται βάσει τεκμαρτών στοιχείων και όχι πραγματικών δεδομένων. Όλες αυτές
οι περιπτώσεις ενισχύουν την άποψη ότι η σύνδεση των οφειλών φυσικών και
νομικών προσώπων προς το Δημόσιο με την παράβαση της φοροδιαφυγής, είναι
προβληματική, καθώς συνδέεται η αδυναμία πληρωμής με την ηθελημένη αποφυγή της.
Ακόμη πιο προβληματική γίνεται η
προσπάθεια είσπραξης αυτών των οφειλών διά της δημοσιοποίησης των στοιχείων των
οφειλετών. Πρόκειται πλέον για διαπόμπευση και κοινωνικό στιγματισμό που ενέχει
μάλιστα σοβαρούς κινδύνους τα φορολογικά δεδομένα των φερόμενων οφειλετών να
τύχουν επεξεργασίας από τρίτους και να επηρεάσουν άλλα δικαιώματα και
ελευθερίες του φορολογούμενου.
Λαμβάνοντας υπόψη προφανώς τα
παραπάνω η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, και έχοντας ήδη γνωμοδοτήσει
αρνητικά λίγους μήνες νωρίτερα με την υπ’ αρ. 1/2011 γνωμοδότησή της για το αν
συνάδει με την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού
χαρακτήρα η δημοσιοποίηση από το Υπουργείο καταλόγων φορολογουμένων, σύμφωνα με
τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρ. 85 παρ. 3 του Κώδικα Φορολογίας
Εισοδήματος, έθεσε τουλάχιστον κάποιους όρους –εγγυήσεις διασφάλισης του τρόπου
επεξεργασίας και δημοσιοποίησης αυτών των δεδομένων.
Ένας απ’ αυτούς τους όρους έχει
σχέση με την οριστικότητα της φορολογικής εγγραφής, δηλαδή πρέπει να υπάρχει
οριστικοποίηση της φορολογικής ενοχής η οποία επέρχεται είτε (α) με την
παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της πράξης
καταλογισμού φόρου, είτε (β) με την έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης,
σχετικά με την ύπαρξη και το ύψος της οφειλής. Μάλιστα ο όρος αυτός τέθηκε κατά
πλειοψηφία αφού ένα μέλος της Αρχής είχε την άποψη ότι αρκεί για τη νομιμότητα
της σκοπούμενης δημοσιοποίησης η ύπαρξη απλής ταμειακής βεβαίωσης, της αρμόδιας
υπηρεσίας του Υπουργείου Οικονομικών.
Ωστόσο και εδώ δεν
διευκρινίζονται κάποια βασικά στοιχεία. Π.χ. η φορολογική οφειλή μίας εταιρίας,
στις περισσότερες των περιπτώσεων αφορά και τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν
διοίκηση, ως αλληλεγγύως συνυπόχρεα. Αυτό σημαίνει ότι ενώ η φορολογική οφειλή
φαίνεται να έχει οριστικοποιηθεί στο όνομα μίας ανώνυμης εταιρίας για το λόγο
ότι δεν ασκήθηκε προσφυγή κατά της πράξης καταλογισμού, τον δικαστικό αγώνα ωστόσο
να διεξάγουν τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν διοίκηση της εταιρίας ως συνυπόχρεοι αυτής
της οφειλής, με το ένδικο βοήθημα της ανακοπής κατά της ταμειακής βεβαίωσης,
όπου μπορούν να προβάλλουν λόγους ουσίας κατά των πράξεων καταλογισμών.
Εξάλλου
στις λίστες δημοσιοποίησης και σύμφωνα με τις προϋποθέσεις έκδοσης τους που
προβλέπονται στην ΥΑ 1185/2011, υπάρχει η δυνατότητα παρατηρήσεων σχετικά με τις
πληροφορίες που αφορούν πρόσωπα και οφειλές. Η Αρχή δεν προέβλεψε τη δυνατότητα
να γράφονται στις παρατηρήσεις οι λόγοι της οριστικοποίησης της οφειλής, (αν
δηλαδή αυτή προέρχεται από την παρέλευση άπρακτη της προθεσμίας ασκήσεων
ενδίκων βοηθημάτων ή την δικαστική
απόφαση με την οποία κατέστη τελεσίδικη), ώστε να είναι ευχερής ο έλεγχος
διαπίστωσης της οριστικοποίησης, δεδομένου
μάλιστα ότι η οφειλή παρουσιάζεται ως άθροισμα επιμέρους οφειλών, που
προέρχονται αφενός από διαφόρων ειδών φορολογίες (π.χ. πρόστιμα ΚΒΣ, μη απόδοση
ΦΠΑ, ανακριβή φορολογική δήλωση εισοδήματος), και αφετέρου μπορεί να έχουν
δημιουργηθεί –όπως είναι το συνηθέστερο-σε διάφορες μεταξύ τους οικονομικές χρήσεις.
Συμπερασματικά, η δημοσιοποίηση
των φορολογικών δεδομένων των οφειλετών του Δημοσίου δεν δύναται να θεωρηθεί ως
επιτρεπτός περιορισμός του δικαιώματος προστασίας των προσωπικών δεδομένων του
ατόμου σύμφωνα με το άρ. 9Α του Συντάγματος. Μάλιστα επειδή η
επιγενόμενη επεξεργασία από τη φορολογική διοίκηση, αφορά στοιχεία του
φορολογικού απορρήτου, καταλύεται στην ουσία ο πυρήνας του δικαιώματος προστασίας
στον οποίο αναφέρεται το παραπάνω άρθρο. Προβληματική λοιπόν είναι η
προσφορότητα αυτού του μέτρου σε σχέση με το σκοπό που καλείται να
εξυπηρετήσει. Η πάταξη της φοροδιαφυγής δεν επιτυγχάνεται με γνωστοποιήσεις που
προσβλέπουν στον κοινωνικό στιγματισμό και μέσω αυτού στην είσπραξη των
δημοσίων εσόδων. Όπως άλλωστε ήδη αναφέρθηκε κάθε δημιουργούμενο χρέος προς το
Δημόσιο, δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως θελημένη και συνειδητή αποφυγή της υποχρέωσης
καταβολής. Υπό αυτή την έννοια προβληματική παρουσιάζεται και η σύνδεση που
επιχειρείται στην Γνωμοδότηση με αρ. 4/2011 της Αρχής Προστασίας Δεδομένων
Προσωπικού Χαρακτήρα της αναγκαιότητας και προσφορότητας του μέτρου της δημοσιοποίησης
με την υποχρεωτικότητα της εκπλήρωσης των φορολογικών υποχρεώσεων ως μέρους της
εθνικής και κοινωνικής αλληλεγγύης, η οποία διαρρηγνύεται στην περίπτωση μη
εκπλήρωση αυτών.
Ο
περιορισμός της φοροδιαφυγής και της διαφθοράς μπορεί να επιτευχθεί με τη
διενέργεια πρόσφορων και ενδελεχών ελέγχων, από κατάλληλα εκπαιδευμένους
ελεγκτές, Τα δε πορίσματα του ελέγχου να είναι άμεσα ώστε να δίνεται η
δυνατότητα στον φορολογούμενο να ανταπεξέλθει στις προβλεπόμενες κυρώσεις. Οι
δε φορολογικές κυρώσεις (πρόστιμα, προσαυξήσεις) πρέπει να αποβλέπουν στη
δυνατότητα είσπραξης και όχι εξόντωσης και τιμωρητικής διάθεσης των οφειλετών
που πολλές φορές προσιδιάζουν στην φύση των ποινών του ποινικού δικαίου. Άλλωστε
η φορολογική οφειλή εν γένει, προσδιοριζόμενη από σειρά νομοθετημάτων και
βεβαιωμένη μετά από ειδική διαδικασία βεβαίωσης, μπορεί να εισπραχθεί
αναγκαστικά με βάση τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, που
είναι ακριβώς το νομοθέτημα εκείνο που παρέχει τις εγγυήσεις για την ορθή τήρηση
της διαδικασίας είσπραξης.
Αρθρογραφία -Βιβλιογραφία
Χρήστος
Δετσαρίδης, Η δημοσιοποίηση ονομάτων οφειλετών του Δημοσίου από το Υπουργείο
Οικονομικών και το δικαίωμα του πολίτη σε προστασία των προσωπικών του
δεδομένων, Δελτίο Φορολογικής Νομοθεσίας 2011, σελ. 1755
Α.
Μάλλιου, Η δημοσιοποίηση της λίστας των οφειλετών προς το Δημόσιο, Δελτίο
Φορολογικής Νομοθεσίας 2011, σελ. 1505
Λ.
Μήτρου, Προστασία Προσωπικών Δεδομένων: Ένα νέο δικαίωμα;, Το νέο Σύνταγμα,
2001, σελ. 84 επ.
Π.Αρμαμέντος-Β.
Σωτηρόπουλος, Προσωπικά Δεδομένα, 2005
Χ.
Ανθόπουλος, Προστασία Προσωπικών Δεδομένων και ελευθερία της πληροφόρησης, ΔτΑ
2004, σελ. 527
Θ.
Ψυχογιός, Το φορολογικό απόρρητο, Δελτίο Φορολογικής Νομοθεσίας 2000, σελ. 163
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου