Με την εργασία αυτή
επιχειρείται να ερμηνευθεί η διάταξη του άρ. 4 παρ. 5, υπό το πρίσμα του
κοινωνικού κράτους δικαίου. Στην φορολογική εξουσία του Κράτους,
επιβάλλονται όρια, ώστε να αποτρέπονται αυθαίρετες διακρίσεις που δεν
στηρίζονται σε αντικειμενικά κριτήρια φορολογίας. Από την άλλη, η έννοια των
«δημοσίων βαρών» πρέπει έχει αντικειμενικό χαρακτήρα, δηλαδή, να καταλαμβάνει
εκείνες τις λειτουργίες του Κράτους, που επιβάλλονται για να εννοείται νομικά
ως τέτοιο, αλλά και να δημιουργεί στους πολίτες του, συνθήκες ελεύθερης δράσης,
αυτονομίας και ισονομίας. Όταν δηλαδή τα δημόσια βάρη, είναι αυτά που στο τέλος
(σκοπός) θα εξυπηρετήσουν την ομαλή λειτουργία του Κράτους, προς όφελος του
πολίτη. Η αναλογικότητα στη συνεισφορά
των δημοσίων βαρών και η αντικειμενική
έννοια προσδιορισμού αυτών, πρέπει να εννοηθούν ως αλληλένδετες έννοιες, ώστε
να διατηρείται πάντα η «αμυντική» αξίωση του πολίτη, να μην αποτελεί τον στόχο
των δημοσίων βαρών.
Η εξασφάλιση λοιπόν από το Κράτος, ενός ποσού,
αφορολόγητου, συσχετιζόμενου με την αξιοπρεπή διαβίωση του ανθρώπου, είναι το
περιεχόμενο της κοινωνικής διάστασης του άρ. 4 παρ. 5 του Συντάγματος. Είναι η
όψη του κοινωνικού πλέον δικαιώματος που απορρέει από το εν λόγω άρθρο, και η
απαίτηση να διατηρηθεί ως «κοινωνικό κεκτημένο»
Με τον ν. 4110/2013 τροποποιήθηκαν
οι διατάξεις που αφορούν τη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων του ν.
2234/1994 και εισήχθη στο σύστημα, η κατάργηση ενός ορίου ποσού για το οποίο
δεν επιβαλλόταν συντελεστής φορολόγησης και χαρακτηριζόταν ως εκτ τούτου ως
αφορολόγητο.
Συγκεκριμένα με το άρ.
1 του ανωτέρω νόμου τροποποιείται το άρ. 9 του ν. 2238/1994 και καθιερώνεται κλίµακα µισθωτών – συνταξιούχων
µε τρία φορολογικά κλιµάκια και αντίστοιχους συντελεστές για τη φορολόγηση του
εισοδήµατος που προκύπτει από µισθούς και συντάξεις και κλίµακα µη µισθωτών µε
δύο φορολογικά κλιµάκια για τη φορολόγηση του εισοδήµατος που προκύπτει από
ατοµική εµπορική επιχείρηση και ελευθέριο επάγγελµα.
Οι παραπάνω ρυθμίσεις
δεν περιλαμβάνουν αφορολόγητο κλιμάκιο εισοδήματος για καμία κατηγορία
εισοδήματος, ενώ ειδικά για εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες μέχρι και 21.000
Ευρώ, προβλέφθηκε αντί της θέσπισης αφορολογήτου ποσού, μείωση του φόρου που
προκύπτει κατά δύο χιλιάδες εκατό Ευρώ.
Σχετικά µε τις
φορολογικές αυτές ρυθµίσεις, αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του νόµου «Ρυθµίσεις
στη φορολογία εισοδήµατος, ρυθµίσεις θεµάτων αρµοδιότητας Υπουργείου Οικονοµικών
και λοιπές διατάξεις» ότι, «το
προτεινόµενο σχέδιο νόµου εντάσσεται στον ευρύτερο σχεδιασµό του Υπουργείου
Οικονοµικών για τη δηµιουργία ενός δίκαιου και αποτελεσµατικού φορολογικού
συστήµατος, καθώς και για την αναδιοργάνωση του φορολογικού, ελεγκτικού και
εισπρακτικού µηχανισµού, ταυτόχρονα µε την εφαρµογή ενός νέου αυστηρότερου
πλαισίου για την καταπολέµηση της φοροδιαφυγής». Στη συνέχεια,
επισηµαίνεται ότι διευρύνεται η φορολογική βάση «µέσω του περιορισµού
φορολογικών απαλλαγών και εκπτώσεων».
Οι αντιδράσεις φυσικά για την κατάργηση του αφορολογήτου, από τον
νομικό κόσμο, ήταν πολλές και με σοβαρά επιχειρήματα σύγκρουσης των νέων
διατάξεων τόσο με το εθνικό Σύνταγμα όσο και με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων
του Ανθρώπου.
Ήδη πριν ακόμη την ψήφιση της τελικής μορφής του νομοσχεδίου, το
τµήµα της νοµοτεχνικής επεξεργασίας
σχεδίων και προτάσεων νόµων της Β' Διεύθυνσης Επιστηµονικών Μελετών της
Βουλής, στην έκθεσή του, που συνόδευε
το εν λόγω νομοσχέδιο, παρατήρησε «η κατάργηση του αφορολόγητου ποσού
εισοδήµατος ή η θέσπιση αφορολόγητου ποσού εισοδήµατος, το οποίο είναι
χαµηλότερο από το ελάχιστο όριο διαβίωσης του φορολογουµένου ενδεχοµένως δεν
είναι συµβατή µε την αρχή της φορολόγησης µε βάση τη φοροδοτική ικανότητα, τον
σεβασµό της αξίας του ανθρώπου και την υποχρέωση προστασίας της οικογένειας και
της παιδικής ηλικίας».
Μάλιστα παρόµοια θέση (με πρόβλεψη φορολογικού
συντελεστή 10%, για τα εισοδήματα από ελευθέρια επαγγέλματα, για το πρώτο κλιμάκιο),
είχε προβλεφθεί με το νόµο 3697/2008, που ωστόσο δεν ίσχυσε ποτέ στην πράξη
γιατί οι διατάξεις αυτές
καταργήθηκαν από την έναρξη ισχύος τους
και από την ίδια ημερομηνία επανήλθαν σε ισχύ οι διατάξεις που αντικαταστάθηκαν
από αυτές με το άρθρο 41 Ν.3756/2009, (ΦΕΚ Α 53/31.3.2009).
Η παραπάνω Διεύθυνση
Επιστημονικών Μελετών της Βουλής, επιχειρηματολογεί χρησιμοποιώντας τη
νομολογία του Γερµανικού Συνταγµατικού
Δικαστηρίου (βλ. BVerfGE 82, 60· 87, 153 [169-171]· 99, 216· 120, 125 [155] και
99, 246 [261]) η οποία έχει ως εξής:
«Ο συνταγµατικώς κατοχυρωµένος σεβασµός της αξίας
του ανθρώπου (άρθρο 1 παρ. 1 GG), σε συνδυασµό µε την επίσης συνταγµατικώς
κατοχυρωµένη αρχή του κοινωνικού κράτους (άρθρο 20 παρ. 1 GG), αλλά και µε την
υποχρέωση προστασίας της οικογένειας και των δικαιωµάτων του παιδιού (άρθρο 6
GG), δεσµεύουν τον κοινό νοµοθέτη, ως προς τον σεβασµό του ελάχιστου ορίου διαβίωσης
(existenzminimum) (βλ. και Tipke/Lang, Steuerrecht, 20η εκδ., 2010,
σελ.260-262).
Εν προκειµένω, εφόσον ο νοµοθέτης, στο πλαίσιο του
δικαίου της κοινωνικής πρόνοιας, καθόρισε ελάχιστο όριο διαβίωσης, το οποίο το
κράτος υποχρεούται να εξασφαλίζει, δια της καταβολής παροχών κοινωνικής
πρόνοιας, στους πολίτες που δεν διαθέτουν ίδια µέσα, είναι αυτονόητο ότι το
ποσό αυτό δεν µπορεί να υπολείπεται του ελάχιστου ορίου διαβίωσης, το οποίο
απαλλάσσεται του φόρου εισοδήµατος.
Συνεπώς, το
αναγνωρισµένο στο δίκαιο της κοινωνικής πρόνοιας ελάχιστο όριο διαβίωσης
συνιστά το ελάχιστο ποσό εισοδήµατος που πρέπει να είναι αφορολόγητο (BVerfGE
87, 153 [169-171]. Εφόσον, εποµένως, το κράτος υποχρεούται να διασφαλίσει για
τους πολίτες που δεν διαθέτουν ίδια µέσα τις ελάχιστες προϋποθέσεις για
διαβίωση η οποία προσιδιάζει στον σεβασµό της αξίας του ανθρώπου, θα ήταν
παράλογο να τους αφαιρεί µέσω της φορολογίας αυτό που πρέπει να τους επιστρέφει
υπό µορφή παροχών κοινωνικής πρόνοιας [BVerfGE 120, 125 (155) και 99, 246
(261)].
Περαιτέρω, κατά τη
διαµόρφωση του ύψους του ελάχιστου ορίου διαβίωσης ο νοµοθέτης πρέπει να
λαµβάνει υπόψη του το γεγονός ότι, λόγω των έµµεσων φόρων, οι ανάγκες διαβίωσης
του φορολογουµένου αυξάνονται.
Μάλιστα, µε νεότερες
αποφάσεις του Γερµανικού Συνταγµατικού Δικαστηρίου (BVerfGE 120, 125)
διευρύνθηκε η έννοια του ελάχιστου ορίου διαβίωσης στο µέτρο που έγινε δεκτό
ότι, για τον υπολογισµό του, πρέπει να λαµβάνεται υπόψη και η κάλυψη της
ανάγκης του φορολογουµένου για µόνιµη περίθαλψη ή ειδική µέριµνα λόγω
ασθένειας, ιδίως δια της καταβολής των ανάλογων ασφαλιστικών εισφορών.
Στο πλαίσιο αυτό, η
Γερµανική κυβέρνηση υποβάλλει κάθε δύο έτη στο Κοινοβούλιο έκθεση
(Existenzminimumbericht) στην οποία προσδιορίζεται το ύψος του ελαχίστου ορίου
διαβίωσης το οποίο πρέπει να είναι αφορολόγητο.
Συναφώς προς τα ανωτέρω
σηµειώνεται ότι, κατά τα πλέον πρόσφατα δηµοσιευµένα στοιχεία της Ελληνικής
Στατιστικής Αρχής (Ιανουάριος 2013, µε έτος αναφοράς το έτος 2011) για τις
συνθήκες διαβίωσης στην Ελλάδα (βλ. http://www.statistics.gr/portal/page/portal/ESYE/PAGElivingcond/content/LivingConditionsInGreece_0113.pdf),
το κατώφλι κινδύνου φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 5.951 ευρώ ετησίως ανά
άτοµο, ενώ για τη χορήγηση του Επιδόµατος Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων
(άρθρο 20 του ν. 2434/1996) τα κριτήρια ατοµικού και οικογενειακού εισοδήµατος
για το έτος 2012 έχουν προσδιορισθεί σε 9.884,11 ευρώ και 15.380,90 ευρώ,
αντιστοίχως (ΚΥΑ135688/0092/4-10-2011).». (Όλη η έκθεση εδώ http://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/7b24652e-78eb-4807-9d68-e9a5d4576eff/r-forolog-epi.pdf
Από την παραπάνω έκθεση
προκύπτει ότι αποφεύγεται η ευθεία αντιπαράθεση των διατάξεων που καταργούν το
αφορολόγητο, με τις διατάξεις του Συντάγματος (2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5 , 25
παρ. 1 και 4, 78) ή της Ευρωπαϊκής
Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (παραβίαση του δικαιώματος στην περιουσία
άρθρο 1, 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
Ε.Σ.Δ.Α.), ενώ αντίθετα μέσω της νομολογίας του BUNDESVERFASSUNGSGERICTH, θεμελιώνει την ανάγκη θέσπισης ενός ελάχιστου ορίου
εισοδήματος που δεν θα φορολογείται, στο ελάχιστο όριο διαβίωσης, προτείνοντας
μ’ αυτόν τον τρόπο την κοινωνική διάσταση της θέσπισης του αφορολογήτου ορίου.
Από μία επισκόπηση της
νομοθετικής διαδρομής της φορολογίας εισοδήματος, προκύπτει ότι από το έτος 1955 (ν. 3323/1955) και εξής, ήτοι για έξι και
πλέον δεκαετίες, υπάρχει συνεχής πρόβλεψη, ενός ορίου ποσού εισοδήματος που
χαρακτηρίζεται ως αφορολόγητο. Μάλιστα η πρόβλεψη αυτού του ποσού δεν
επηρεάζεται από τις όποιες πολιτικές ή οικονομικές αναταραχές της Χώρας. (βλ.
μελέτη της Στυλιανής Χριστοφορίδου, δημοσιευμένη στην Επιθεώρηση Δημοσίου και
Διοικητικού Δικαίου, σελ. 31 επ, «Αφορολόγητο: Ευεργέτημα ή Υποχρέωση»).
Η φορολογική υποχρέωση,
αποτελεί μέρος της κατ’ άρ 25 παρ. 4 του Συντάγματος επιταγής, δηλαδή, της
αξίωσης του κράτους προς όλους τους
πολίτες της εκπλήρωσης του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης. Η υποχρέωση της συνεισφοράς, που θεσπίζεται
στο άρ. 4 παρ. 5 του Συντάγματος αποτελεί μία σπουδαία πλευρά του χρέους αυτού.
Ωστόσο, από το άρθρο 13
της Γαλλικής Διακηρύξεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του πολίτη του 1789,
που προέβλεπε την επιβολή φορολογίας μόνο για την αντιμετώπιση των δαπανών
λειτουργίας των ενόπλων δυνάμεων και της δημόσιας διοικήσεως, έχει περάσει
πολύς καιρός, ώστε η λειτουργία της φοροαπόδοσης στα πλαίσια του σύγχρονου
δυτικού κράτους, να έχει ευρύτερους σκοπούς. Δηλαδή να έχει γίνει το κύριο
όργανο της κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής του κράτους, στοιχείο που δεν
είναι άσχετο με την αυτόνομη υπόσταση και διατήρησή του.
Υπό αυτή την έννοια
πρέπει να εννοηθεί η διάταξη του άρ. 4 παρ. 5 του Συντάγματος, που επιβάλλει τη
συνεισφορά αδιακρίτως στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις των πολιτών. Ο
όρος «δημόσια βάρη» πρωτοχρησιμοποιήθηκε στο Σύνταγμα του 1844 και δεν πρέπει,
στην εξέλιξη των εννοιών, που εμπλουτίζουν το συνταγματικό κείμενο, να
περιορίζει και να αποκλείει τις άλλες λειτουργίες του φόρου, πέραν της
ταμιευτικής.
Από την παραπάνω βασική
διάταξη, επί της οποίας στηρίζεται συνταγματικώς το οικοδόμημα του φορολογικού
συστήματος, προκύπτει ότι δεν επιβάλλεται μία μαθηματική και οριζόντια
φορολογική ισότητα. Αντίθετα, αφενός η συνεισφορά αφορά όλους «αδιακρίτως»,
αφετέρου αυτή θα επιβάλλεται ανάλογα της φοροδοτικής ικανότητας του καθενός.
Στην φορολογική εξουσία
του Κράτους, δηλαδή, επιβάλλονται όρια,
ώστε να αποτρέπονται αυθαίρετες διακρίσεις που δεν στηρίζονται σε αντικειμενικά
κριτήρια φορολογίας. Τα όρια αυτά έχουν ως μονάδα μέτρησης τις δυνάμεις του
φορολογούμενου και πρέπει να υπακούουν στον κανόνα της ικανότητάς του να
συνεισφέρει στα δημόσια βάρη.
Από την άλλη η έννοια
των «δημοσίων βαρών» πρέπει να έχει αντικειμενικό χαρακτήρα, δηλαδή, να
καταλαμβάνει εκείνες τις λειτουργίες του Κράτους, που επιβάλλονται για να
εννοείται νομικά ως τέτοιο, αλλά και να δημιουργεί στους πολίτες του, συνθήκες
ελεύθερης δράσης, αυτονομίας και ισονομίας. Όταν δηλαδή τα δημόσια βάρη, είναι
αυτά που στο τέλος (σκοπός) θα εξυπηρετήσουν την ομαλή λειτουργία του Κράτους,
προς όφελος του πολίτη. Όταν όμως η
έννοια των δημοσίων βαρών, χάσει αυτή
την αντικειμενικότητα, και καταλαμβάνουν πλέον το ζωτικό χώρο της προσωπικής
και αξιοπρεπούς διαβίωσης του πολίτη, αντιστρέφεται και το μέγεθος της
εξυπηρέτησης. Ο πολίτης φέρεται να είναι μόνιμος οφειλέτης αυτών, εργαλείο για
την εξυπηρέτησή τους, κάτι που δεν είναι συνταγματικά ανεκτό και για το λόγο
της ανθρωποκεντρικής διάστασης του Συντάγματος που ορίζεται στο άρ. 2 παρ. 1.
Η αναλογικότητα στη
συνεισφορά των δημοσίων βαρών και η
αντικειμενική έννοια προσδιορισμού αυτών, πρέπει να εννοηθούν ως αλληλένδετες
έννοιες, ώστε να διατηρείται πάντα η «αμυντική» αξίωση του πολίτη, να μην
αποτελεί τον στόχο των δημοσίων βαρών.
Αυτή η συσχέτιση μπορεί
να επιτυγχάνεται και νομικά αποτυπώνεται στο άρ. 25 παρ. 1 του Συντάγματος όπου
το Κράτος εγγυάται τόσο ατομικά όσο και κοινωνικά δικαιώματα.
Ο φορολογικός νομοθέτης
λοιπόν όταν θεσπίζει το φορολογικό σύστημα, έχει ευρύτατα περιθώρια εφαρμογής
οικονομικών αρχών, δεσμεύεται όμως από το πλέγμα εκείνο των διατάξεων που
ορίζεται από το άρ. 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 25 παρ. 1 και 4, 78 παρ. 1 και 4
του Συντάγματος, που υπό την παραπάνω έννοια, καθιστούν και χαρακτηρίζουν την
επιβολή του φόρου ως μέσου κοινωνικής
και οικονομικής πολιτικής.
Έτσι η συνεισφορά στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις
δυνάμεις του καθενός, σημαίνει και τη μη συνεισφορά όταν δεν υφίστανται οι
δυνάμεις αυτές. Το πότε υφίστανται ή όχι, θα κριθεί με σειρά αντικειμενικών κριτηρίων που
αντικατοπτρίζουν το πραγματικό εισόδημα και όχι με υποθέσεις εργασίας.
Εξάγεται λοιπόν ότι,
από το εν λόγω άρθρο, απορρέει και η κοινωνική διάσταση αυτού, δηλαδή η
υποχρέωση προς συνεισφορά να αφορά την πραγματική φοροδοτική ικανότητα, και να
παραλείπεται (αμυντική αξίωση), όταν δεν υπάρχει αυτή ή υπάρχει σε σημείο που
να καλύπτει μόνο ένα όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης, όπως συνέδεσε το όριο του
αφορολογήτου το τµήµα της νοµοτεχνικής επεξεργασίας σχεδίων και προτάσεων νόµων της
Β' Διεύθυνσης Επιστηµονικών Μελετών της Βουλής, στην έκθεσή του, που συνόδευε το ν. 4110/2013, επικαλούμενο την
νομολογία του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Η απαίτηση εξάλλου για ένα ελάχιστο εισόδημα, απαλλαγμένο από κάθε
είδους επιβάρυνση, επιτελεί μία πολύ σημαντική κοινωνική λειτουργία. Δημιουργεί
συνθήκες κοινωνικής ειρήνευσης,
αποφεύγεται η κοινωνική ανισότητα, και προστατεύεται ένα μέρος του
κοινωνικού συνόλου από την αδυναμία του ν’ ανταπεξέλθει στις βασικές του
ανάγκες. Η πρόβλεψη για κατάργηση του
αφορολογήτου, άλλωστε, δεν έγινε σε συνθήκες οικονομικής ευημερίας και δεν
πρέπει να μην υπολογίζεται η οικονομική δυστοκία που αντιμετωπίζουν διάφορες
κοινωνικές ομάδες να ανταπεξέλουν στις στοιχειώδεις υποχρεώσεις τους. Ούτε δεν
πρέπει να μη ληφθεί υπόψη σε μία κρίση αντισυνταγματικότητας, ο συνδυασμός
επιπλέον φόρων (υψηλοί συντελεστές ΦΠΑ, ΕΝΝΦΙΑ), ενώ αντίκειται σε κάθε έννοια
της φορολογικής δικαιοσύνης, η πρόβλεψη ενός και μόνο και υψηλού συντελεστή,
για κάθε μία από τις δύο μόνο κλίμακες που προβλέπονται στο άρ. 1 του
4110/2013, για την φορολόγηση των εισοδημάτων από ατομικές επιχειρήσεις.
Είναι συνετό λοιπόν να θεωρήσουμε ότι από το άρ. 4 παρ. 5 σε συνδυασμό
και με τα άρ. 2 παρ. 1, 25 παρ. 1 και 4, 78 παρ. 1 και 4 Συντάγματος, εκτός από την υποχρέωση για συνεισφορά,
πηγάζει και ένα αμυντικό δικαίωμα για μη συνεισφορά στην περίπτωση έλλειψης
φοροδοτικής ικανότητας.
Η δε φοροδοτική ικανότητα πρέπει πάντα να εξευρίσκεται με βάση
αντικειμενικά κριτήρια και όχι πλασματικούς προσδιορισμούς. Οι επιστημονικές
αναλύσεις, είναι συνεπείς άλλωστε, με την θέσπιση της έννοιας του αφορολογήτου
ως δυνατότητας ύπαρξης ενός ποσού, που θα εξασφαλίζει την ελάχιστη συντήρηση
και αξιοπρεπή διαβίωση, ερμηνεία που συντάσσεται με το πλαίσιο του κοινωνικού
κράτους δικαίου (για την αρχή του
κοινωνικού κράτους δικαίου σε Αλ. Δερβιτσιώτη, Σημειώσεις Συνταγματικού Δικαίου
Ι, Γ΄ έκδοση, σ. 71 επ. και σε Α. Μανιτάκη, Κράτος Δικαίου & Δικαστικός
Έλεγχος της Συνταγματικότητας Ι, 1994, σ. 213 επ.), και επιπλέον σε Δ. Σάντης, Αι Φορολογικαί Απαλλαγαί, 1932, σ.
31· Χρ. Τότσης, Φορολογ. Εισοδημ., τομ. Α΄, 1964, σ. 39·Α.
Αγγελόπουλος, Γενική θεωρία της φορολογίας, 1972, σ. 79· K. Φινοκαλιώτης,
Η αρχή της φορολογικής δικαιοσύνης και το Σύνταγμα, 1985, σ. 63 επ.· Θ.
Φορτσάκης, Φορολογικό δίκαιο, 2008, σ. 113.
Η εξασφάλιση λοιπόν από το Κράτος, ενός ποσού,
αφορολόγητου, συσχετιζόμενου με την αξιοπρεπή διαβίωση του ανθρώπου, είναι το
περιεχόμενο της κοινωνικής διάστασης του άρ. 4 παρ. 5 του Συντάγματος. Είναι η
όψη του κοινωνικού πλέον δικαιώματος που απορρέει από το εν λόγω άρθρο.
Και ναι μεν από τα κοινωνικά δικαιώματα δεν
προκύπτουν κατ’ αρχήν αγώγιμες αξιώσεις, έναντι του Κράτους για κοινωνικές
παροχές, δεν παύουν όμως να έχουν κανονιστικό περιεχόμενο.
Και πρώτα απ’ όλα με τη μορφή του σχετικού
«κοινωνικού κεκτημένου». Δηλαδή εφόσον ο νομοθέτης, εξειδίκευσε ή εξασφάλισε
μία παροχή κοινωνικού χαρακτήρα, οπωσδήποτε μπορεί να το ρυθμίσει στη συνέχεια
διαφορετικά, να περιορίσει ακόμη και τα επιμέρους στοιχεία, αλλά οφείλει να
φροντίσει να διατηρήσει το προστατευτικό αποτέλεσμα. Με άλλα λόγια δεν μπορεί
πλέον να το καταργήσει πλήρως ούτε να το περιορίσει αυθαίρετα.
Είναι δύσκολο να εννοηθεί λοιπόν ότι η πλήρης
κατάργησή του είναι σύμφωνη με την παραπάνω έννοια του κοινωνικού κεκτημένου,
που απορρέει από το πλέγμα των διατάξεων . 2 παρ. 1, 4παρ. 1 και 5, 25 παρ. 1
και 4, 78 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος, ενώ έχει αποτελέσει για
έξι και πλέον δεκαετίες, τρόπο άσκησης
κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής.
Ο φορολογικός νομοθέτης οφείλει να επανέλθει
και να επέμβει διορθωτικά, έχοντας κατά νου, αυτήν ακριβώς την κοινωνική
διάσταση που προβλήθηκε παραπάνω.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου