Στα θέματα των βεβαιώσεων των προστίμων από παραβάσεις του Κώδικα Οδικής
Κυκλοφορίας, που βεβαιώνονται από αστυνομικά όργανα και εισπράττονται από τους
Δήμους, υπάρχει η δυστοκία εξεύρεσης του κατόχου αυτοκινήτου, καθώς στην κλήση
δεν βεβαιώνεται και το όνομα του κατόχου και ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου, στις
περιπτώσεις ιδίων των παράνομων σταθμεύσεων.
Συνεπώς είναι αδύνατη η βεβαίωση της κλήσης (ταμειακή), αφού δεν είναι
γνωστό στην υπηρεσία το πρόσωπο, κάτοχος ή ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου, στο
οποίο θα βεβαιωθεί η παράβαση, προϋπόθεση για το κύρος της βεβαίωσης.
Έτσι κατά συνήθη πρακτική προκειμένου να επιτευχθεί η είσπραξη των
προστίμων, αναζητούνται τα στοιχεία των
κατόχων των αυτοκινήτων από τη Γενική Διεύθυνση Κέντρου Πληροφορικής του
Υπουργείου Οικονομικών (στο εξής ΚΕΠΥΟ).
Συνεπώς από την ανωτέρω απάντηση του ΚΕΠΥΟ, τα
στοιχεία των κατόχων των αυτοκινήτων για τους οποίους έχουν επιβληθεί πρόστιμα
ΚΟΚ είναι γνωστά στην αρμόδια υπηρεσία του εκάστοτε Δήμου.
Ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι δεν είναι συμβατό με την αρχή της
χρηστής διοίκησης η αποστολή προς το ΚΕΠΥΟ ερωτήματος μετά από τρία ή τέσσερα
έτη από την αποστολή της κλήσης στον Δήμο, για την αναζήτηση στοιχείων και αφού
συσσωρευθούν κλήσεις πολλών ετών, όπως
άλλωστε θα αναλυθεί και παρακάτω.
Οι υπηρεσίες εφαρμόζουν τη διάταξη του άρ. 2 παρ. 1
αν 344/1968 που ορίζει ότι «Η βεβαίωσις
των φόρων, τελών,
δικαιωμάτων, εισφορών και
αντιτίμου προσωπικής εργασίας ενεργείται υπό των δήμων και
κοινοτήτων εντός αποσβεστικής προθεσμίας
πέντε ετών από της λήξεως του οικονομικού έτους, εις ο ανάγονται. "Κατ’ εξαίρεση
είναι δυνατή η βεβαίωση μετά την πάροδο της παραπάνω προθεσμίας αν: α) είναι άγνωστος ο υπόχρεος, β) έχει
ακυρωθεί μετά την πάροδο της πενταετίας η φορολογική εγγραφή για το λόγο ότι ο
υπόχρεος δεν έλαβε γνώση της εγγραφής, γ) η βεβαίωση έγινε σε πρόσωπο που δεν είναι μερική ή ολική φορολογική υποχρέωση και
δ) η βεβαίωση έγινε για οικονομικό έτος διάφορο από αυτό που αφορά η φορολογική
υποχρέωση".».
Επικαλούνται λοιπόν ότι κατ’ αρχήν ισχύει η
πενταετής αποσβεστική προθεσμία, και μόνο από το χρονικό σημείο από το οποίο
γίνονται γνωστά τα στοιχεία του οφειλέτη – παραβάτη, δηλαδή, από το χρονικό
σημείο που θ’ απαντήσει το ΚΕΠΥΟ και θα πληροφορήσει τον Δήμο, για τα στοιχεία
του κατόχου του αυτοκινήτου. Υπό αυτή λοιπόν την έννοια, είναι εντός του χρόνου
της αποσβεστικής προθεσμίας.
Βέβαια
σ’ αυτό το σημείο πρέπει να προστεθεί ότι σύμφωνα με την νομολογία του
Συμβουλίου της Επικρατείας, για να έχει εφαρμογή η διάταξη που δίνει την
ευχέρεια στον Δήμο, να προβεί στην βεβαίωση του εσόδου και μετά την πάροδο της
πενταετίας, οφείλει να αποδείξει ότι ο
οφειλέτης ήταν άγνωστος και να αποδείξει ότι το επίμαχο χρονικό διάστημα προέβη
σε ενέργειες προς αναζήτησή του. (ΣτΕ 3287/1995, 3770/86).
Είναι λοιπόν αμφίβολο αν θα ευσταθούσε σε
μελλοντικό δικαστήριο ο ισχυρισμός του Δήμου, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι ισχύει
η συγκεκριμένη διάταξη του άρ. 2 παρ. 1 αν 344/1968, ότι προέβη στην βεβαίωση
μετά την πάροδο πενταετίας, για το λόγο ότι έλαβε μεταγενέστερα τα στοιχεία των
κατόχων των αυτοκινήτων από το ΚΕΠΥΟ, αφού όπως αναφέρθηκε παραπάνω το ΚΕΠΥΟ απάντησε
άμεσα σε έγγραφο του Δήμου για τα πρόστιμα της πενταετίας 2001-2005. Το θέμα
ήταν πότε αποστάλθηκε το έγγραφο.
Μάλιστα απ’ ότι φαίνεται στο με αρ. πρ. 24979/12.7.2012 Πόρισμα του
Συνηγόρου του Πολίτη, η ερμηνεία αυτή των περισσότερων ΟΤΑ, υιοθετήθηκε με
βάση το υπ’ αρ. 29281/9.7.2007, έγγραφο
της Διεύθυνσης Οικονομικών ΟΤΑ του Υπουργείου Εσωτερικών.
Με το παραπάνω πόρισμα όμως ο Συνήγορος του Πολίτη
αντικρούει αυτή την άποψη.
Συγκεκριμένα, η διάταξη που επικαλούνται οι ΟΤΑ,
δεν αφορά τα συγκεκριμένα πρόστιμα που προέρχονται από παραβάσεις του Κώδικα
Οδικής Κυκλοφορίας, και τα οποία θεωρούνται ως αυτοτελή πρόστιμα. Αφορά την ταμειακή βεβαίωση που πρέπει να γίνεται
για έσοδα που προέρχονται από φόρους, τέλη, δικαιώματα, εισφορές ή από αντίτιμο
προσωπικής εργασίας. Δηλαδή για συγκεκριμένα μόνο έσοδα.
Συνεπώς στην περίπτωση των άλλων εσόδων ισχύει η
γενική διάταξη του άρ. 71 του νόμου 542/1977 με τίτλο «Περί τροποποιήσεως, αντικαταστάσεως και
συμπληρώσεως φορολογικών και άλλων τινών διατάξεων.- (Α` 41)», ενός
δηλαδή φορολογικού νόμου. Η διάταξη αυτή ορίζει ότι « Η βεβαίωσις οιουδήποτε
φόρου, τέλους, προστίμου, δικαιώματος ή εισφοράς υπέρ του Δημοσίου μετά των
πάσης φύσεως προσθέτων και υπέρ τρίτων, ενεργείται
εντός προθεσμίας τριών μηνών από της λήξεως του μηνός εντός του οποίου εκτήθη ο
τίτλος βεβαιώσεως. Η παράλειψις της βεβαιώσεως εντός της προθεσμίας
ταύτης, συνιστώσα πειθαρχικόν αδίκημα, επισύρει, κατά των υπευθύνων, τας υπό
του Ν. 1811/1951 "περί Κώδικος Καταστάσεως των δημοσίων διοικητικών υπαλλήλων",
ως ούτος τροποποιηθείς ισχύει, προβλεπομένας ποινάς. Ανεξαρτήτως των υπό του
προηγουμένου εδαφίου οριζομένων, η
βεβαίωσις δύναται να ενεργηθή και μετά την πάροδον της τριμήνου προθεσμίας και
ουχί πέραν των τριών ετών, από της λήξεως του έτους εντός του οποίου εκτήθη ο
τίτλος βεβαιώσεως».
Η Αρχή του Συνηγόρου του Πολίτη δέχεται την
εφαρμογή της διάταξης αυτής, παρά το γεγονός ότι η βεβαίωση αφορά έσοδα γενικά
υπέρ του Δημοσίου και όχι των ΟΤΑ, καθώς «δεδομένου ότι δεν υπάρχει ρητή
νομοθετική πρόβλεψη περί της προθεσμίας ταμειακής βεβαίωσης των αυτοτελών
προστίμων, αυτά υπάγονται στην ανωτέρω διάταξης».
Βέβαια, νομίζω ότι η εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης
επιβάλλεται και για το λόγο, ότι τόσο στο πδ 76/1985, όσο και στο πδ 323/89
αλλά και στο πδ 410/1995 (Κωδικοποιήσεις ΟΤΑ), υπήρχαν ρητές διατάξεις που
όριζαν ότι για την είσπραξη των εσόδων των ΟΤΑ εφαρμόζονται οι διατάξεις που
ισχύουν κάθε φορά για την είσπραξη δημοσίων εσόδων. Ο δε νεώτερος νόμος
3463/2006 Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων ορίζει στο άρ. 167 ότι για την είσπραξη
εσόδων των ΟΤΑ, εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων
Εσόδων.
Σημειωτέον ότι παρόμοια είναι και η διάταξη του άρ
74 παρ. 2 του παλαιού Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος ν. 2238/1994.
Η εφαρμογή της παραπάνω διάταξης, ωστόσο, αλλάζει
άρδην τα δεδομένα που μέχρι τώρα ίσχυαν για τους περισσότερους Δήμους της Χώρας,
για την βεβαίωση των προστίμων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας.
Η διάταξη του άρ. 71 ν. 542/1977, κατ’ αρχήν διακρίνει
δύο χρόνους αποσβεστικής προθεσμίας: α) τρεις μήνες από την λήξη του μήνα εντός
του οποίου αποκτήθηκε ο τίτλος βεβαίωσης και β) τρία έτη από το τέλος του έτους
εντός του οποίου αποκτήθηκε ο τίτλος βεβαίωσης. Και στις δύο περιπτώσεις δηλαδή
σημείο έναρξης της αποσβεστικής προθεσμίας είναι ο απόκτηση του τίτλου
βεβαίωσης, άρα χρειάζεται αποσαφήνιση του όρου «τίτλος βεβαίωσης». Κατά το άρ.
2 παρ. 2 του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων ορίζεται ότι « Για την είσπραξη
των δημοσίων εσόδων απαιτείται νόμιμος τίτλος… νόμιμο τίτλο αποτελούν: α) Τα
έγγραφα, στα οποία οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν, σύμφωνα με τις κείμενες
διατάξεις, τον οφειλέτη, το είδος, το
ποσό και την αιτία της οφειλής. β) Τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, από τα οποία
αποδεικνύεται η οφειλή. γ) Τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, από τα οποία
πιθανολογείται η οφειλή, ως προς την ύπαρξη και το ποσό αυτής, κατά την έννοια του άρθρου 347 του
Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.»
Η Διεύθυνση Οικονομικών του Υπουργείου Εσωτερικών
με το υπ’ αρ. 29281/9.7.2007 έγγραφό της, θεωρεί ότι στην προκείμενη
περίπτωση, με τον όρο τίτλο βεβαίωσης ο νομοθέτης αναφέρεται στον νόμιμο τίτλο
είσπραξης ήτοι τον χρηματικό κατάλογο όπου υπάρχουν πλέον καταχωρημένα τα
στοιχεία των οφειλετών, ή των παραβατών και κατόχων των αυτοκινήτων.
Αντιθέτως η Αρχή του Συνηγόρου του Πολίτη,
υποστηρίζει ότι τίτλος βεβαίωσης κατά
την έννοια του άρ. 71 του ν. 542/1977, είναι η έκθεση βεβαίωσης, δηλαδή η
παράβαση. Μάλιστα αναφέρει η Αρχή στο παραπάνω πόρισμά της, ότι το Συμβούλιο
της Επικρατείας ήδη με την υπ’ αρ. 3519/1996 απόφασή του, θεωρεί ως τίτλο
βεβαίωσης, παραδεκτώς προσβαλλόμενο με ανακοπή ΚΕΔΕ, την πράξη επιβολής
προστίμου του αρμόδιου αστυνομικού οργάνου, με την οποία επιβάλλεται κατ’
εφαρμογή των διατάξεων του ΚΟΚ, διοικητικό πρόστιμο. Ομοίως και η απόφαση
439/1994.
Εξάλλου δεν είναι τυχαία η πρόβλεψη του νομοθέτη
για τριετή προθεσμία βεβαίωσης. Δηλαδή είναι δυνατόν εντός της παραπάνω
προθεσμίας, οι ελλείψεις του νόμιμου τίτλου να καλυφθούν και να προχωρήσει
κανονικά η διαδικασία εγγραφής σε χρηματικό κατάλογο και να ολοκληρωθεί η
ταμειακή βεβαίωση. Μάλιστα η Αρχή στο
πόρισμά της αναφέρει, αν ο τίτλος βεβαίωσης ήταν ο χρηματικός κατάλογος, όπου
θα ήταν πλήρη τα στοιχεία του παραβάτη κατόχου αυτοκινήτου, δεν θα είχε σκοπιμότητα
η τριετής προθεσμία βεβαίωσης, και θα ήταν αρκετή η τρίμηνη προθεσμία
βεβαίωσης.
Εξάλλου και σε ό,τι αφορά την ερµηνεία του άρθρου
71 του Ν. 542/1977, το ΣΤ΄ Τµήµα του Νοµικού Συµβουλίου του Κράτους, στην με
αρ. 399/2009
γνωµοδότησή του, και λαµβάνοντας υπόψη του, τη νοµολογία του
Συµβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 571/2009, 2944/2008, 1503/2006 και 1783/2002) δέχθηκε ότι η (εν
στενή έννοια) ταµειακή βεβαίωση, χωρεί νοµίµως εφόσον διενεργείται εντός τριετίας από τη λήξη του έτους εντός
του οποίου εκτήθη ο τίτλος βεβαίωσης, άλλως η «αξίωση» ή το «δικαίωµα» του
∆ηµοσίου για την αποστολή στην οικεία ∆.Ο.Υ. του νοµίµου τίτλου ή του οικείου
χρηµατικού καταλόγου και την εν συνεχεία ταµειακή βεβαίωση της περικλειόµενης σ' αυτόν (νόµιµο τίτλο) απαίτησης
παραγράφεται ή αποσβέννυται. Ο
Συνήγορος του Πολίτη κατέληξε στο προαναφερόμενο πόρισμά του, ότι η βεβαίωση
των προστίμων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας που επιβλήθηκαν πριν την 23.2.2007
(τροποποίηση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας),
πρέπει να διενεργείται αυστηρά εντός της τριετίας από την κτήση του
τίτλου παράβασης δηλαδή της κλήσης του αστυνομικού οργάνου. Η Αρχή θεωρεί ότι
εντός της προθεσμίας αυτής, μπορεί ο εκάστοτε Δήμος να ολοκληρώσει την συλλογή
των στοιχείων των κατόχων των αυτοκινήτων και να προβεί στην διαδικασία της
ταμειακής βεβαίωσης.
Συμπερασματικά η διάταξη του άρ. 2 ν. 344/1968 δεν
φαίνεται να έχει εφαρμογή εν προκειμένω, αλλά και αν υποθέσει κανείς ότι θα
μπορούσε αναλογικά να εφαρμοστεί και για τα πρόστιμα από παραβάσεις του Κώδικα
Οδικής Κυκλοφορίας, θα ήταν δύσκολο να δικαιολογήσει την υπέρβαση της
πενταετίας από τον χρόνο της παράβασης, σύμφωνα με την ανωτέρω νομολογία, και
μάλιστα σε σημείο που πρόστιμα του 2001 να βεβαιώνονται το έτος 2009 ήτοι οχτώ
χρόνια μετά την τέλεση της παράβασης.
Από την άλλη πλευρά, η διάταξη του άρ. 71 ν.
542/1977, ενώ προβλέπει χρονικό όριο για την βεβαίωση των ποσών των προστίμων,
το τρίμηνο, αφήνει και μία περίπτωση όπου θα μπορεί να βεβαιωθεί πρόστιμο εντός
τριών ετών από το τέλος του έτους που αποκτήθηκε ο τίτλος βεβαίωσης.
Από την ανάλυση που προηγήθηκε προκύπτει σαφώς ότι
το χρονικό διάστημα των τριών ετών παρουσιάζεται εύλογο για την οριστική
βεβαίωση των ποσών και μετά την διαδικασία συλλογής πληροφοριών για τους
κατόχους των αυτοκινήτων.
Ακόμη όμως και αν θεωρηθεί ότι ο εκτελεστός τίτλος
είναι ο χρηματικός κατάλογος που έχει πλήρη τα στοιχεία των οφειλετών, τότε δεν
δικαιολογείται καμία καθυστέρηση ως προς την βεβαίωση πέραν του τριμήνου.
Σ’ όλα τα παραπάνω πρέπει να προστεθεί και η
τροποποίηση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας με το ν. 3542/2007, όπου στο άρ. 104
ορίζεται ότι τα πρόστιμα από τις διοικητικές παραβάσεις του Κ.Ο.Κ., που
δεν καταβλήθηκαν εντός της αναφερόμενης
προθεσμίας των δύο (2) μηνών, βεβαιώνονται
υποχρεωτικά, εντός χρονικού διαστήματος τριών (3) μηνών, από τον οικείο Ο.Τ.Α.,
στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. φορολογίας του παραβάτη, χωρίς πλέον να προβλέπεται κανένα
άλλο διάστημα εξαίρεσης από την παραπάνω υποχρέωση.
Εξάλλου, είναι εφαρμοστέα και η γενική αρχή του
δικαίου για ενέργεια της διοίκησης εντός ευλόγου χρόνου, ακόμη και όταν οι
διατάξεις για την βεβαίωση ποσών, δεν τίθενται επί ποινή ακυρότητας της
συγκεκριμένης πράξης. Σύμφωνα λοιπόν με την νομολογία του Συμβουλίου της
Επικρατείας, (1563/1997, 716/1998), η
παραβίαση των αποκλειστικών προθεσμιών δεν συνεπάγεται ακυρότητα της
διαδικασίας αλλά μόνον πειθαρχική ευθύνη των αρμοδίων οργάνων, πλην όμως δεν
αποκλείει την εφαρμογή των γενικών αρχών περί της ανάγκης ολοκληρώσεως της διοικητικής
διαδικασίας εντός ευλόγου χρόνου.
Επομένως, κατά την παραπάνω νομολογία, δεν αποκλείεται κρίση περί
ακυρότητος των πράξεων λόγω παρόδου
ευλόγου χρόνου μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας, ενώ η κρίση περί της παρόδου ή μη του ευλόγου χρόνου σε κάθε συγκεκριμένη
περίπτωση γίνεται, μετά από εκτίμηση των
ιδιαιτέρων συνθηκών της εκάστοτε περίπτωσης.
Και υπό τα παραπάνω δεδομένα, η καθυστερημένη αποστολή αναζήτησης στοιχείων
των κατόχων αυτοκινήτων στο ΚΕΠΥΟ, πρέπει να δικαιολογείται από σοβαρούς λόγους
που αποτέλεσαν τροχοπέδη για την έγκαιρη αποστολή της αναζήτησης, ενώ σύμφωνα
με την παραπάνω νομολογία και ασχέτως του χρόνου αποσβεστικών προθεσμιών ή
παραγραφής της εκάστοτε αξίωσης, η
διοίκηση οφείλει να ενεργεί εντός ευλόγου χρόνου, τόσο για την αποτελεσματική
εφαρμογή του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, όσο
και για την εκκαθάριση των υποθέσεων που αφορούν τη σχέση δημότη –
ταμειακής υπηρεσίας, καθώς ανεπίτρεπτες καθυστερήσεις, επιτείνουν την
ανασφάλεια δικαίου, δημιουργούν συνθήκες απώλειας δικονομικών δικαιωμάτων και
φυσικά απομειώνουν την δυνατότητα της ανταπόδειξης, ως βασικής αρχής του
δικονομικού μας συστήματος.
(Το παραπάνω κείμενο, ελαφρώς τροποποιημένο ως προς την μορφή άρθρου, αποτελεί εισήγηση προς το Γραφείο Εσόδων του Δήμου
Αλεξανδρούπολης, που συντάχθηκε κατόπιν καταγγελίας για βεβαίωση προστίμων
Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, μετά από την πάροδο πολλών ετών από την βεβαίωσή
τους από το αρμόδιο αστυνομικό όργανο)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου