Στις υπηρεσίες του Δήμου καταφθάνουν ολοένα και πιο συχνά αποφάσεις αθωωτικές ποινικών δικαστηρίων, που επισύρουν όμως και κυρώσεις διοικητικές φύσεως και οι αρμόδιες υπηρεσίες αισθάνονται δεσμευμένες από το νόμο να προβαίνουν στην εκτέλεσή τους. Τι συμβαίνει τελικά; Τι μπορεί να γίνει ώστε οι δημότες να μην θεωρούν ότι αδικούνται από τις υπηρεσίες; Ενώ και οι υπηρεσίες ποιες απόψεις πρέπει να ακολουθούν επί του συγκεκριμένου ζητήματος;
Η αρμοδιότητα των «ανακοινώσεων» ή «γνωμοδοτήσεων» δεν προβλέπεται ρητά, ή τουλάχιστον γραμματικά, από το άρ. 77 του ν. 3852/2010, που ιδρύει τον θεσμό του Συμπαραστάτη του Δημότη, είναι ωστόσο συναγόμενη ερμηνευτικώς τελολογικά, δηλαδή από τον σκοπό της σύστασης του θεσμού που είναι η καταπολέμηση της κακοδιοίκησης. Θεωρώ λοιπόν ότι η αποτελεσματική λειτουργία του θεσμού δεν μπορεί να είναι επιτυχής αν δεν επιλαμβάνεται σοβαρών υποθέσεων που αφορούν τον Δήμο, με την μορφή της σύστασης προς τις αρμόδιες υπηρεσίες, ακόμη και αν δεν υπάρχει ρητή καταγγελία για κακοδιοίκηση. Δηλαδή εδώ το ζητούμενο δεν είναι η καταγγελία αλλά η πρόληψη. Εξάλλου η σύμπτωση της ιδιότητας και του νομικού στον Συμπαραστάτη του Δημότη, περιέχει μία εγγύηση νομικής αντιμετώπισης του ζητήματος. Τούτο αποβαίνει σε όφελος της γενικότερης λειτουργίας του Δήμου, αφού η Υπηρεσία μπορεί να χρησιμοποιεί τη σύσταση ή τη γνωμοδότηση στις συναλλαγές της με το κοινό, η δε νομική υπηρεσία αποφορτίζεται από το ήδη βεβαρημένο πλαίσιο εργασίας. Οι δε γνωμοδοτήσεις αυτού του τύπου, είναι κάτι διαφορετικό από τις ειδικές προτάσεις που προβλέπονται στο παραπάνω άρθρο, και αναφέρονται σε μερικότερα και εντοπισμένα προβλήματα που προκαλούν δυσκολίες στην διεκπεραίωση των υποθέσεων από τις υπηρεσίες του Δήμου.
Τα παρακάτω λοιπόν, που αφορούν τις διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλονται από τον Δήμο και την σχέση τους με τις αποφάσεις ποινικών δικαστηρίων, έχουν γραφεί και θα κοινοποιηθούν αρμοδίως στην υπηρεσία έκδοσης αδειών καταστημάτων και στον αρμόδιο αντιδήμαρχο Διοιητικού, για να λάβουν γνώση.
Μετά την υπόθεση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της 27/9/2007, Σταυρόπουλος κατά Ελλάδος, 35522/04 (ΘΠΔΔ 2008.728, με παρατηρήσεις Α.Κούνδουρου) , άνοιξε για τα καλά η συζήτηση και στην Ελλάδα για το θέμα των διοικητικών κυρώσεων που επιβάλλονται σε φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις του Δήμου, για παραβάσεις που ταυτόχρονα αποτελούν και ποινικό αδίκημα και εκδικάζονται ως «κυρώσεις» από τα διοικητικά δικαστήρια και ως «αδικήματα» από τα ποινικά δικαστήρια. Η σύγκρουση και το ερώτημα που κατά κόρον προκύπτει είναι το εξής κυρίως «αν αθωωθεί ο κατηγορούμενος από το ποινικό δικαστήριο και μάλιστα αμετάκλητα, για παράβαση στην οποία έχει ήδη επιβληθεί ή πρόκειται να επιβληθεί κύρωση, τι πρόκειται να πράξει η αρμόδια υπηρεσία του Δήμου; Για παράδειγμα: αθωώνεται με απόφαση ποινικού δικαστηρίου, ο υπεύθυνος αγορανομικά καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος ( μπαρ ) από την κατηγορία της υπέρβασης ωραρίου μουσικής ή υπέρβασης στάθμης μουσικής κλπ. Για την ίδια παράβαση μάλιστα – και αν αυτή συμβεί τρεις φορές- ο Δήμος οφείλει να προβεί στην αφαίρεση της αδείας επί δεκαήμερο. Συνεπώς για την εκτέλεση της κύρωσης λείπει η μία προϋπόθεση, αφού στο μεταξύ έχει συμβεί η αθώωση έστω σε μία από τις τρεις μηνύσεις που έχουν συνταχθεί από τα αρμόδια αστυνομικά όργανα.
Το θέμα μόνο απλό δεν είναι, και η νομολογία και η θεωρία που έχουν ασχοληθεί σε σημείο μάλιστα και αρνητικής κριτικής της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (ΣτΕ 62/2012), δείχνει διχασμένη, χωρίς να έχει οριστικοποιήσει και παγιώσει αντικειμενικά με λογική επιχειρηματολογία το ζήτημα. Σημειωτέον ότι το ανωτέρω ζήτημα εδράζεται επί δύο πολύ σοβαρών νομικών ζητημάτων. Δηλαδή πρώτον, της αρχής non bis in idem (που σημαίνει ότι δεν επιτρέπεται η ποινική δίωξη ή καταδίκη ατόμου για μία παράβαση για την οποία έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικαστεί αμετάκλητα από δικαστήρια του ίδιου Κράτους, οπότε εδώ γεννώνται ερμηνευτικά ζητήματα περί των χαρακτηριστικών της «κύρωσης» αφενός από τη διοίκηση και της «ποινής» από τα ποινικά δικαστήρια, και αφετέρου της «ίδιας» (idem) παράβασης που επισύρει τις παραπάνω κυρώσεις και ποινές. Και δεύτερον της συνταγματικότητας της διάταξης του άρ. 5 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας που ορίζει ρητώς ότι «Τα δικαστήρια δεσμεύονται…από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων ως προς την ενοχή του δράστη», αφήνοντας εκτός πλαισίου τις αθωωτικές αποφάσεις, που σημαίνει ότι στο παραπάνω παράδειγμα, εφόσον δεν δεσμεύεται το διοικητικό δικαστήριο (και για την ταυτότητα του νομικού λόγου, οι διοικητικές αρχές που θα επιβάλλουν την κύρωση) από αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, τότε απλά η διοίκηση εντελώς τυπολατρικά μπορεί να προβεί στο κλείσιμο του καταστήματος χωρίς δεύτερη κουβέντα. Άλλωστε παγίως έχει ερμηνευθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας, το διοικητικό δικαστήριο «δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, εκτός εάν πρόκειται για αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση, αλλά υποχρεούται απλώς να τη συνεκτιμήσει κατά τη διαμόρφωση της κρίσης του, τούτο δε δεν απαιτείται να εξαγγέλλεται ρητά, αλλά αρκεί να συνάγεται από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας» (βλ. ενδεικτικά ΟλΣτΕ 990/2004, ΔΔίκη 2005.144).
Η πάγια όμως αυτή νομολογιακή θέση θέτει ζητήματα συμβατότητας με την ΕΣΔΑ κυρίως ως προς το τεκμήριο αθωότητας που κατοχυρώνεται στο αρ. 6 παρ. 2 αυτής. Στην απόφαση της 27/9/2007, Σταυρόπουλος κατά Ελλάδος, 35522/04 (ΘΠΔΔ 2008.728, με παρατηρήσεις Α.Κούνδουρου) το Δικαστήριο του Στρασβούργου αντιμετώπισε την περίπτωση της απόρριψης από τα διοικητικά δικαστήρια προσφυγής του αιτούντος κατά της πράξης ανάκλησης της χορήγησης εργατικής κατοικίας με την αιτιολογία της υποβολής ψευδούς δήλωσης, ενώ ο κατηγορούμενος είχε ήδη αθωωθεί αμετακλήτως λόγω αμφιβολιών από ποινικό δικαστήριο για τα αδικήματα της απάτης και της ψευδούς δήλωσης. Το ΕΔΔΑ εδώ, αφού πρώτα έσπευσε να διευκρινίσει ότι σκοπός του δεν είναι να εξετάσει το βαθμό δέσμευσης των διοικητικών δικαστηρίων από την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, καθώς η ερμηνεία της εγχώριας νομοθεσίας είναι έργο των εθνικών δικαστηρίων (σκ. 37), κατέληξε σε κρίση ότι υπήρξε παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας, διότι από το σκεπτικό των αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων προκύπτει με σαφήνεια ότι στηρίχθηκαν στη λόγω αμφιβολιών αθώωση του αιτούντος• ωστόσο, η αρχή in dubio pro reo δεν επιτρέπει να διαφοροποιείται η αθωωτική ποινική απόφαση βάσει της αιτιολογίας που περιλαμβάνει ο δικαστής και, συνεπώς, προσβάλλεται εν προκειμένω το τεκμήριο αθωότητας, καθώς τα δικαστήρια με τις αποφάσεις τους διατύπωσαν αμφιβολίες ως προς την αθωότητα του αιτούντος.
Μολονότι, το ΕΔΔΑ δεν το εξήγγειλε ευθέως, είναι προφανές ότι η διάταξη του αρ. 5 παρ. 2, στο βαθμό που απαιτεί να λαμβάνονται υπόψη μόνο οι καταδικαστικές αποφάσεις, ενώ επιτρέπει στα διοικητικά δικαστήρια να διατυπώνουν αμφιβολίες ως προς τις αθωωτικές αποφάσεις αντίκειται στο αρ. 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ. Τα ελληνικά διοικητικά δικαστήρια, πράγματι φρόντισαν να συμμορφωθούν στο εν λόγω νομολογιακό δεδομένο. Πρώτα τα διοικητικά εφετεία (βλ. ΔεφΠειρ 1313/2008, Αρμ 2009.119 με παρατηρήσεις Ε.Παπαδημητρίου, ΔεφΤρ 7/2009, ΘΠΔΔ 2009.756 με παρατηρήσεις Μ.Γαρδούνη) για περιπτώσεις πολλαπλού τέλους λόγω τελωνειακών παραβάσεων και στη συνέχεια η ΣτΕ 1670/2009, που έκανε σύμφωνη με την ΕΣΔΑ ερμηνεία της διάταξης του αρ. 114 παρ. 3 ΥΚ σε περίπτωση πειθαρχικής ποινής για αδίκημα για το οποίο είχε ήδη αθωωθεί λόγω αμφιβολιών ο υπάλληλος, μετέφεραν τη σχετική νομολογία στο εσωτερικό δίκαιο. (βλ. σημείωμα Σ. Κοφίνη στην απόφαση 3182/2010 ΣτΕ στο http://www.constitutionalism.gr/site/1823-dioikitikes-kyrwseis-shesi-dioikitikis-kai-poiniki/)
Με την παραπάνω απόφαση 3182/2010 το ΣτΕ, έκρινε ότι «εάν η οικεία διαδικασία στα ποινικά δικαστήρια έχει ολοκληρωθεί με αμετάκλητη απόφαση, η οποία δεν βασίζεται σε κρίση περί παραβίασης της συναρτώμενης με την ανωτέρω απαγόρευση αρχής non bis in idem, λόγω της διοικητικής διαδικασίας ή δίκης περί επιβολής πολλαπλού τέλους για λαθρεμπορία, το διοικητικό δικαστήριο υποχρεούται να τερματίσει την ενώπιόν του διαδικασία, με έκδοση απόφασης που ακυρώνει το επιβληθέν πολλαπλό τέλος ή αποδέχεται ως νόμιμη την γενόμενη από το κατώτερο δικαστήριο ακύρωση του πολλαπλού τέλους». Με άλλα λόγια το δικαστήριο με το σκεπτικό του αυτό ανατρέπει πλήρως το παγιωμένο στην Ελλάδα σύστημα διπλών κυρώσεων (ποινικών και διοικητικών) για κάθε παράβαση υποχρέωσης που απορρέει από διοικητικό νόμο, καθώς παραδέχεται ότι, στις περιπτώσεις που η διοικητική κύρωση είναι τέτοιου μεγέθους ώστε να μπορεί να χαρακτηριστεί ως «κατηγορία ποινικής φύσεως», η έκδοση απόφασης από το ένα δικαστήριο, ανεξαρτήτως του αποτελέσματός της (καταδίκη, αθώωση, αθώωση λόγω αμφιβολιών), αποκλείει πλήρως τη συνέχιση της διαδικασίας ενώπιον του δεύτερου , το οποίο οφείλει να ακυρώσει το πρόστιμο (ή αντιστοίχως να αθωώσει τον κατηγορούμενο).
Ομολογώ ότι στην ελληνική έννομη τάξη που ισχύουν κριτήρια οργανικά και λειτουργικά για τη διάκριση των κυρώσεων, που ισχύει ο διαχωρισμός των δικαιοδοσιών από το Σύνταγμα, που δεν έχει ακόμη ξεκαθαριστεί το ζήτημα αν η διοικητική κύρωση είναι τελικά και ποινικής φύσεως, είναι τουλάχιστον ανέφικτη η εύρεση αντικειμενικών κριτηρίων για την εφαρμογή στο όλον μίας αρχής νομολογιακής έστω, που θα δίνει οριστική λύση στο ζήτημα.
Η άποψή μου αυτή επιβεβαιώθηκε με την απόφαση πάλι του ΣτΕ 62/2012, που αναίρεσε απόφαση Διοικητικού Εφετείου το οποίο είχε ήδη αποφανθεί ως εξής: «Το εφετείο, ερμηνεύοντας τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ δέχθηκε ότι το κατοχυρούμενο σε αυτές τεκμήριο αθωότητας ισχύει και για τις διοικητικές αρχές και για τα επιλαμβανόμενα στη συνέχεια διοικητικά δικαστήρια, στις περιπτώσεις που τα ίδια πραγματικά περιστατικά και η ίδια προσωπική συμπεριφορά στοιχειοθετούν, εκτός από ποινικό αδίκημα και διοικητική παράβαση, ότι όταν ένα πρόσωπο αθωώνεται τελεσιδίκως από τα ποινικά δικαστήρια, ακόμα και λόγω αμφιβολιών, η αθωωτική απόφαση πρέπει να γίνεται σεβαστή από τις διοικητικές αρχές και τα διοικητικά δικαστήρια,..». Το ΣτΕ με την παραπάνω απόφαση έκρινε ότι η αιτιολογία της απόφασης του Διοικητικού Εφετείου δεν είναι νόμιμη για τον εξής λόγο: «Δεν έχει πεδίο εφαρμογής η νομολογία του ΕΔΔΑ, που έχει διαμορφωθεί σε περιπτώσεις που καταλογίζεται στον ενδιαφερόμενο μια συμπεριφορά η οποία είτε συνιστά διακεκριμένη διοικητική και ποινική παράβαση που, καταστρωμένη στην νομοθεσία υπό διάφορες προϋποθέσεις, κολάζεται αυτοτελώς, και διοικητικά και ποινικά, όπως σε ένα πειθαρχικό και ποινικό αδίκημα ή σε μια παράβαση του ΚΟΚ και του Ποινικού Κώδικα, είτε, αν δεν αποτελεί διοικητική παράβαση, πάντως, εντάσσεται σε σχετική διοικητική διαδικασία, δεν έχει πεδίο εφαρμογής στην περίπτωση που καταλογίζεται στον ενδιαφερόμενο μια μόνο παράβαση η οποία, υπό τις αυτές προϋποθέσεις, αποτελεί συγχρόνως και ποινικό αδίκημα ελεγχόμενο από τον ποινικό δικαστή και διοικητική παράβαση, ελεγχόμενη από τον διοικητικό, όπως η λαθρεμπορία κατά τις ως άνω διατάξεις του ελληνικού δικαίου, γιατί τότε απορροφάται από το ζήτημα που κατ’ εξοχήν προτάσσεται, το κατά πόσο έχει ή όχι πεδίο εφαρμογής η αρχή non bis in idem. Άλλωστε, και αν ακόμη έχει εφαρμογή στην περίπτωση αυτή η ως άνω νομολογία, δεν αποκλείει, κατά την έννοιά της, να στηρίξει την κρίση του το εκ των υστέρων επιλαμβανόμενο διοικητικό δικαστήριο σε στοιχεία διαφορετικά εκείνων στα οποία είχε στηρίξει την κρίση του το ποινικό, όπως συμβαίνει εν προκειμένω. Πάντως, αν, σε αντίθεση με τα παραπάνω, θεωρηθεί ότι το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ όπως έχει ερμηνευθεί από το ΕΔΔΑ καταλαμβάνει την παρούσα υπόθεση υπό την έννοια ότι αποκλείει στο διοικητικό δικαστήριο να την λύσει διαφορετικά από ό,τι το ποινικό, θα αντέβαινε προς τα άρθρα 94 παρ. 1 και 96 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι θα κατέληγε κατ’ ουσίαν να στερεί το δικαστήριο, διοικητικό ή ποινικό, της υποχρεώσεώς του να κρίνει την διαφορά, διοικητική ή ποινική, που του έχει αναθέσει το Σύνταγμα, το οποίο δεν αντιλαμβάνεται τους σχετικούς όρους με τον τρόπο που τους αντιλαμβάνεται το ΕΔΔΑ. Συνεπώς, εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο δεν μπορεί να εφαρμόσει την ως άνω διάταξη (ΣΕ 2067/2011 7μ.)».
Δηλαδή ανακύπτει πάλι το πρόβλημα της σύγκρουσης των δύο αρχών που αναφέραμε στην αρχή αφενός, και αφετέρου το ΣτΕ δείχνει να μην ενστερνίζεται πλέον την άποψη που σημειώθηκε με την προηγούμενη απόφασή του 3182/2010. Εξάλλου όμοιες σκέψεις υπάρχουν και σε άλλες αποφάσεις του ίδιου δικαστηρίου (ΣτΕ 1326/2013, ΣτΕ 1325/2013, ΣτΕ 671/2013, ΣτΕ 2438/2012, ΣτΕ 1777/2012, ΣτΕ 4506/2011 κλπ).
Συνεπώς, αφού σε επίπεδο του ανωτάτου ακυρωτικού το ζήτημα φαίνεται ότι παλινδρομεί, με τελευταία τάση πάντως να μην γίνεται δεκτό το ζήτημα της δέσμευσης της αθωωτικής απόφασης του ποινικού δικαστηρίου από τις εν συνεχεία επιλαμβανόμενες διοικητικές αρχές, είναι πολύ δύσκολη η διάρθρωση από μέρους της υπηρεσίας του Δήμου ενός συλλογισμού που θα μπορούσε να είναι αντίθετος με τις πιο πάνω απόψεις. Φυσικά εννοείται ότι οι πιο πάνω αποφάσεις του ΣτΕ έχουν δεχθεί κριτική από μέρος της θεωρίας. Κατά την προσωπική μου άποψη είναι στη λάθος κατεύθυνση η ΣτΕ 62/2012 γιατί τόσο η αρχή του non bis in idem, όσο και η δέσμευση από το δεδικασμένο ποινικού δικαστηρίου έχει μία βασική προϋπόθεση ως κοινό παρανομαστή: τα ίδια αντικειμενικά περιστατικά που συγκροτούν την παράβαση η οποία τιμωρείται και διοικητικά και ποινικά. Στο παράδειγμα της αρχής το αδίκημα που τιμωρείται ποινικά είναι η παραβίαση του ωραρίου της μουσικής, ενώ η ίδια αυτή συμπεριφορά οδηγεί και σε διοικητική κύρωση, ήτοι στην προσωρινή αφαίρεση της άδειας λειτουργίας.
Συνεπώς κατά την άποψή μου και εφόσον το ζήτημα δεν έχει ξεκαθαριστεί νομοθετικά και νομολογιακά, θα πρέπει σε κάθε περίπτωση η υπηρεσία του Δήμου να εξετάζει τις ποινικές αποφάσεις και να τις συνεκτιμά στο φάκελο του δημότη, όταν αυτές είναι αθωωτικές. Αυτό σημαίνει ότι αν προκύπτει από την αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου ότι ο παραβάτης δεν υπέπεσε στην παράβαση, τότε το πρόστιμο ή η κύρωση της αφαίρεσης άδειας λειτουργίας, θα πρέπει να ανακαλούνται. Αν όμως η «αθωωτική απόφαση» στην ουσία αφορά παραγραφή, ή παύση της ποινικής δίωξης ή κυρίως μη καταλογισμό για δικονομικούς λόγους, τότε η διοίκηση πρέπει να εμμένει στην αρχική της άποψη. Σημειωτέον βεβαίως ότι εντοπίζεται και ιδιαίτερη δυσκολία σ’ αυτό το γεγονός δηλαδή στην προσκόμιση πρακτικών της ποινικής δίκης προς την υπηρεσία του Δήμου, καθόσον τα μονομελή πλημμελειοδικεία που δικάζουν πολλές παραβάσεις αυτού του είδους δεν κρατούν καθόλου πρακτικά.
Σε περίπτωση ωστόσο που ασχολήθηκα με τον εν λόγω θέμα, ζήτησα από τον αιτούντα και μου προσκόμισε πρακτικό πταισματοδικείου που η μάρτυρας (αστυνομικός) που συνέταξε την παράβαση για αυθαίρετη κατάληψη κοινοχρήστου, παραδέχθηκε στο δικαστήριο ότι έπραξε λάθος στην καταμέτρηση και ότι αφορούσε άλλο κατάστημα. Με τέτοια φυσικά μαρτυρία, εξέδωσα το παρακάτω πόρισμα και ζήτησα την άρση της κύρωσης του προστίμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου