Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014

Αποσβεστικές προθεσμίες και παραγραφές στη διαδικασία βεβαίωσης προστίμων Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας

Στα θέματα των βεβαιώσεων των προστίμων από παραβάσεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, που βεβαιώνονται από αστυνομικά όργανα και εισπράττονται από τους Δήμους, υπάρχει η δυστοκία εξεύρεσης του κατόχου αυτοκινήτου, καθώς στην κλήση δεν βεβαιώνεται και το όνομα του κατόχου και ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου, στις περιπτώσεις ιδίων των παράνομων σταθμεύσεων.
Συνεπώς είναι αδύνατη η βεβαίωση της κλήσης (ταμειακή), αφού δεν είναι γνωστό στην υπηρεσία το πρόσωπο, κάτοχος ή ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου, στο οποίο θα βεβαιωθεί η παράβαση, προϋπόθεση για το κύρος της βεβαίωσης.
Έτσι κατά συνήθη πρακτική προκειμένου να επιτευχθεί η είσπραξη των προστίμων, αναζητούνται  τα στοιχεία των κατόχων των αυτοκινήτων από τη Γενική Διεύθυνση Κέντρου Πληροφορικής του Υπουργείου Οικονομικών (στο εξής ΚΕΠΥΟ).
Συνεπώς  από την ανωτέρω απάντηση του ΚΕΠΥΟ, τα στοιχεία των κατόχων των αυτοκινήτων για τους οποίους έχουν επιβληθεί πρόστιμα ΚΟΚ είναι γνωστά στην αρμόδια υπηρεσία του εκάστοτε Δήμου.
Ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι δεν είναι συμβατό με την αρχή της χρηστής διοίκησης η αποστολή προς το ΚΕΠΥΟ ερωτήματος μετά από τρία ή τέσσερα έτη από την αποστολή της κλήσης στον Δήμο, για την αναζήτηση στοιχείων και αφού συσσωρευθούν  κλήσεις πολλών ετών, όπως άλλωστε θα αναλυθεί και παρακάτω.

Το αφορολόγητο ελαχίστου εισοδήματος, ως απαίτηση κοινωνικού κεκτημένου

Με την εργασία αυτή επιχειρείται να ερμηνευθεί η διάταξη του άρ. 4 παρ. 5, υπό το πρίσμα του κοινωνικού κράτους  δικαίου.  Στην φορολογική εξουσία του Κράτους, επιβάλλονται όρια, ώστε να αποτρέπονται αυθαίρετες διακρίσεις που δεν στηρίζονται σε αντικειμενικά κριτήρια φορολογίας. Από την άλλη, η έννοια των «δημοσίων βαρών» πρέπει έχει αντικειμενικό χαρακτήρα, δηλαδή, να καταλαμβάνει εκείνες τις λειτουργίες του Κράτους, που επιβάλλονται για να εννοείται νομικά ως τέτοιο, αλλά και να δημιουργεί στους πολίτες του, συνθήκες ελεύθερης δράσης, αυτονομίας και ισονομίας. Όταν δηλαδή τα δημόσια βάρη, είναι αυτά που στο τέλος (σκοπός) θα εξυπηρετήσουν την ομαλή λειτουργία του Κράτους, προς όφελος του πολίτη.  Η αναλογικότητα στη συνεισφορά των δημοσίων βαρών  και η αντικειμενική έννοια προσδιορισμού αυτών, πρέπει να εννοηθούν ως αλληλένδετες έννοιες, ώστε να διατηρείται πάντα η «αμυντική» αξίωση του πολίτη, να μην αποτελεί τον στόχο των δημοσίων βαρών.
Η εξασφάλιση λοιπόν από το Κράτος, ενός ποσού, αφορολόγητου, συσχετιζόμενου με την αξιοπρεπή διαβίωση του ανθρώπου, είναι το περιεχόμενο της κοινωνικής διάστασης του άρ. 4 παρ. 5 του Συντάγματος. Είναι η όψη του κοινωνικού πλέον δικαιώματος που απορρέει από το εν λόγω άρθρο, και η απαίτηση να διατηρηθεί ως «κοινωνικό κεκτημένο»

Παρασκευή 18 Ιουλίου 2014

Διοικητικές κυρώσεις επιβαλλόμενες από το Δήμο- Σχέση τους με αποφάσεις ποινικών δικαστηρίων.


Στις υπηρεσίες του Δήμου καταφθάνουν ολοένα και πιο συχνά αποφάσεις αθωωτικές ποινικών δικαστηρίων, που επισύρουν όμως και κυρώσεις διοικητικές φύσεως και οι αρμόδιες υπηρεσίες αισθάνονται δεσμευμένες από το νόμο να προβαίνουν στην εκτέλεσή τους. Τι συμβαίνει τελικά; Τι μπορεί να γίνει ώστε οι δημότες να μην θεωρούν ότι αδικούνται από τις υπηρεσίες; Ενώ και οι υπηρεσίες ποιες απόψεις πρέπει να ακολουθούν επί του συγκεκριμένου ζητήματος;

Δευτέρα 14 Ιουλίου 2014

Θέματα συνταγματικότητας του συστήματος αξιολόγησης των υπαλλήλων (ν. 4250/2014)

Η μέθοδος της ποσόστωσης, αναγκαστικά, περιορίζει κατηγορία ή κατηγορίες υπαλλήλων, να κριθούν αντικειμενικά με αμιγώς αξιολογικά κριτήρια και σε σχέση με το αντικείμενο εργασίας τους, ενώ δημιουργεί ομάδες υπαλλήλων που θα “ πρέπει “ να αποτελέσουν περιεχόμενο της εκάστοτε ποσόστωσης, σύμφωνα με τις διακρίσεις του άρ. 20 ν. 4250/2014. Εξάλλου ο πρόσθετος περιορισμός των ανωτάτων ορίων των ποσοστών (25%, 60% και 15%), διαστρεβλώνει την πραγματική εικόνα της δημόσιας διοίκησης, καθώς γίνεται αποδεκτέο ότι ποσοστό 15% των δημοσίων υπαλλήλων, θα ανήκει στην κατηγορία της κλίμακας βαθμολόγησης 1 εως 6, με τις επ' αυτών συνοδευτικές κρίσεις αξιολόγησης. Μάλιστα η στρέβλωση αυτή επιτείνεται με την πρόβλεψη ότι, στην περίπτωση που κατά τη βαθμολόγηση δεν εξαντληθεί το ανώτατο επιτρεπόμενο κατά κλίμακα ποσοστό, το υπολειπόμενο μέρος που δεν χρησιμοποιήθηκε, προσαυξάνει το ποσοστό της αμέσως κατώτερης κλίμακας βαθμολόγησης. (Αν δεν εξαντληθεί το κατώτερο όριο ποσοστού 15% που βαθμολογείται με τους χαμηλότερους βαθμούς, ο νόμος δεν έχει κάποια πρόβλεψη, που σημαίνει ότι πάντα ποσοστό 15% των υπαλλήλων θα αξιολογούνται από 1 έως 6, υποχρεωτικά).
Υπό αυτά τα δεδομένα το σύστημα της αξιολόγησης που γίνεται με βάση ποσοστά υπαλλήλων που υπηρετούν στην ίδια Γενική Διεύθυνση, όχι μόνο δεν ανταποκρίνεται στον σκοπό του νόμου, που είναι η αναβάθμιση του συστήματος αξιολόγησης, αλλά ενέχει τον κίνδυνο της αλλοίωσης της πραγματικής αξιολογικής σύνθεσης των υπηρεσιών, με τη δυνατότητα διαστρέβλωσης των κριτηρίων αξιολόγησης προκειμένου να ενταχθούν προσωπικότητες υπαλλήλων σε κάθε μία από τις ποσοστιαίες πλέον κατηγορίες.
Εξάλλου είναι εκτός ρυθμιστικού πεδίου και κατά παράβαση της διατάξης του άρ. 43 παρ. 2 του Συντάγματος, η επέκταση με κανονιστική εγκύκλιο και χωρίς ειδική και ορισμένη εξουσιοδότηση, που να βρίσκεται σε διάταξη νόμου και να καθορίζει τα θέματα που θα ρυθμιστούν μ’ αυτήν, και που θα ορίζει επαρκώς τα κριτήρια, οριοθετώντας τα πλαίσια των ρυθμίσεων επί των θεμάτων που αφορά, της εφαρμογής του συστήματος αξιολόγησης στους υπαλλήλους των ΟΤΑ, καθώς το π.δ. 318/1992 αφορά την αξιολόγηση στους υπαλλήλους του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.