H αρχή ne bis in idem, όπως κατοχυρώνεται στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2012/C 326/02), στις φορολογικές κυρώσεις που αφορούν την καταβολή ΦΠΑ, προδικαστικά ερωτήματα, αρμοδιότητα Δικαστηρίου περί της ερμηνείας του Ενωσιακού Δικαίου, η εφαρμογή της αρχής στην ελληνική έννομη τάξη και οι προβληματισμοί που απορρέουν απ’ αυτή.
∆ΕΕ Τµήµα Μείζ. Σύνθεσης C-617/10, Åklagaren / Hans Åkerberg Fransson, 26.02.2013 – Προδικαστικό ερώτηµα
Το Σουηδικό ποινικό δικαστήριο υπέβαλλε πέντε προδικαστικά ερωτήματα, προς το ∆ικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ∆ΕΕ ή ∆ικαστήριο), όπου το τελευταίο κλήθηκε να αποφανθεί μεταξύ άλλων κατά πόσο συµβιβάζεται µε την αρχή ne bis in idem, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη Θεµελιωδών ∆ικαιωµάτων της Ένωσης1 , εθνική ρύθµιση που προβλέπει την άσκηση ποινικής δίωξης για φοροδιαφυγή κατά φορολογούµενου, όταν σε αυτόν έχει ήδη επιβληθεί φορολογική κύρωση για την ίδια πράξη2 .
Τα πραγματικά περιστατικά. Στον κ. Fransson, ο οποίος είναι ανεξάρτητος επαγγελµατίας µε κύρια απασχόληση την αλιεία και την πώληση αλιευµάτων στη Σουηδία και τη Φινλανδία, επεβλήθησαν το 2007 από την αρµόδια σουηδική φορολογική αρχή πρόστιµα υπό τη µορφή επιβαρύνσεως για παραβάσεις της φορολογικής νοµοθεσίας (παροχή ανακριβών στοιχείων µε τις φορολογικές του δηλώσεις κατά τα έτη 2004 και 2005), που είχαν σαν αποτέλεσµα την απώλεια φορολογικών εσόδων από διάφορους φόρους, µεταξύ των οποίων και από τον ΦΠΑ. Εν συνεχεία, το 2009, και αφού οι παραπάνω διοικητικές κυρώσεις κατέστησαν απρόσβλητες λόγω παρόδου της προθεσµίας άσκησης προσφυγής εναντίον τους, ασκήθηκε από την εισαγγελία ποινική δίωξη κατά του κ. Fransson για σοβαρή φοροδιαφυγή, η οποία στοιχειοθετείται από τις ίδιες ακριβώς πράξεις που οδήγησαν στην επιβολή των ανωτέρω προστίµων, και κλήθηκε να δικαστεί ενώπιον του αρµόδιου Πληµµελειοδικείου, το οποίο αντιµετώπισε το πρόβληµα του κατά πόσο έπρεπε να κηρύξει την ποινική δίωξη απαράδεκτη λόγω της προηγούµενης επιβολής διοικητικών κυρώσεων για τις ίδιες ακριβώς πράξεις, πράγµα που αποτελεί παραβίαση της αρχής ne bis in idem, που κατοχυρώνεται αφενός στο άρθρο 4 του έβδοµου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣ∆Α και, αφετέρου, στο άρθρο 50 του Χάρτη Θεµελιωδών ∆ικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου αρ. 7 που προσαρτάται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (στο εξής Πρωτόκολλο αρ. 7 στην ΕΣΔΑ) με τίτλο «Δικαίωμα κάθε προσώπου να μη δικάζεται ή τιμωρείται δύο φορές για το ίδιο αδίκημα» ορίζονται τα εξής: «1. Κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή καταδικασθεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου Κράτους, για μία παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με το νόμο και την ποινική δικονομία του κράτους αυτού. 2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου δεν εμποδίζουν την επανάληψη της διαδικασίας σύμφωνα με το νόμο και την ποινική δικονομία του κράτους για το οποίο πρόκειται, εάν υπάρχουν αποδείξεις νέων ή μεταγενεστέρων της απόφασης γεγονότων, ή υπήρξε θεμελιώδες σφάλμα της προηγούμενη διαδικασίας, που θα μπορούσαν να επηρεάσουν το αποτέλεσμα της υπόθεσης..3..».
Παραπέρα ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ορίζει στο άρ. 50 με τίτλο «Δικαίωμα του προσώπου να μη δικάζεται ή να μην τιμωρείται ποινικά δύο φορές για την ίδια αξιόποινη πράξη» ότι: «Κανείς δεν διώκεται ούτε τιμωρείται ποινικά για αδίκημα για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικαστεί εντός της Ένωσης με οριστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου σύμφωνα με το νόμο». Σύμφωνα δε με το άρ. 51 του Χάρτη, ορίζεται ως πεδίο εφαρμογής αυτού, στα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης, τηρουμένης της αρχής της επικουρικότητας, καθώς και στα κράτη μέλη, μόνο όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης. Κατά συνέπεια οι ανωτέρω σέβονται τα δικαιώματα, τηρούν τις αρχές και προάγουν την εφαρμογή τους, σύμφωνα με τις αντίστοιχες αρμοδιότητές τους και εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων της Ένωσης όπως της απονέμονται από τις συνθήκες..2..».
Το πρώτο ζήτημα με το οποίο ασχολήθηκε το Δικαστήριο αφορούσε την αρμοδιότητά του επί των προδικαστικών ζητημάτων του σουηδικού HaparandaTingsraett. Συγκεκριμένα κατά τις ενστάσεις της Σουηδικής, Τσεχικής, Δανικής Κυβέρνησης καθώς και η Ιρλανδία και η Ολλανδική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αμφισβήτησαν το παραδεκτό των προδικαστικών ερωτημάτων για το λόγο ότι το Δικαστήριο θα ήταν αρμόδιο να απαντήσει μόνο αν οι φορολογικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν στον κατηγορούμενο καθώς και η ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατ’ αυτού και η οποία αποτελεί το αντικείμενο της διαδικασίας της κύριας δίκης προέρχονταν από εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης. Τούτο όμως, κατά τις παραπάνω ενστάσεις, δεν μπορεί να ισχύει, διότι τα νομοθετήματα που αφορούσαν αφενός την επιβολή των φορολογικών κυρώσεων καθώς και το νομοθέτημα που αποτελεί το έρεισμα της ποινικής δίωξης, δεν αποτελούν «εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης».
Αντικρούοντας την παραπάνω ένσταση το Δικαστήριο, υπενθύμισε ότι το πεδίο εφαρμογής του Χάρτη, όσον αφορά την δράση των κρατών μελών ορίζεται στο άρ. 51 παρ. 1 αυτού και ότι με αυτό το άρθρο επιβεβαιώνεται η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το μέτρο στο οποίο η δράση των κρατών μελών οφείλει να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που απορρέουν από τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην έννομη τάξη της Ένωσης. Τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην έννομη τάξη της Ένωσης μπορούν να εφαρμόζονται σε όλες τις καταστάσεις που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης, όχι όμως πέραν των καταστάσεων αυτών. Συνεπώς δεν μπορούν να υφίστανται περιπτώσεις που να εμπίπτουν στο δίκαιο της Ένωσης, αλλά στις οποίες να μην μπορούν να εφαρμοστούν τα εν λόγω θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται από τον Χάρτη.
Στον τομέα του ΦΠΑ, από τα άρ. 2, 250 παρ. 1 και 273 της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, απορρέει ότι κάθε κράτος μέλος έχει την υποχρέωση να λαμβάνει όλα τα νομοθετικά και διοικητικά μέτρα που είναι κατάλληλα να εξασφαλίζουν την είσπραξη ολόκληρου του ΦΠΑ που οφείλεται στο έδαφός τους και να καταπολεμήσει τη φοροδιαφυγή (απόφαση 17ης Ιουλίου 2008, C- 132/06 Επιτροπή κατά Ιταλίας).
Το Δικαστήριο όμως δεν στάθηκε στην πρόβλεψη της είσπραξης του ΦΠΑ, από την παραπάνω Οδηγία, ως ενιαίου και εναρμονισμένου σε όλα τα κράτη μέλη δικαιϊκού συστήματος, προκειμένου να θεμελιώσει την αρμοδιότητά του. Αντίθετα με μία διασταλτική ερμηνεία, βασισμένη στο άρθρο 325 ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει την υποχρέωση των κρατών μελών να καταπολεμούν με αποτρεπτικά και αποτελεσματικά μέτρα, τις παράνομες δραστηριότητες που θίγουν οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, και ειδικότερα την υποχρέωση να λαμβάνουν μέτρα για την καταπολέμηση της απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, ίδια με εκείνα που λαμβάνουν για την καταπολέμηση της απάτης κατά των ίδιων οικονομικών συμφερόντων. Τα έσοδα από την εφαρμογή του ενιαίου συντελεστή όσον αφορά την εναρμονισμένη βάση του ΦΠΑ, η οποία καθορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες της Ένωσης, αποτελούν ίδιους πόρους της Ένωσης, και συνεπώς υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ αφενός της είσπραξης των εσόδων ΦΠΑ και της απόδοσης των αναλογούντων πόρων στον προϋπολογισμό της Ένωσης (Απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2011, C-539/09, Επιτροπή κατά Γερμανίας σκ. 72).
Συνεπώς καταλήγει το Δικαστήριο ότι φορολογικές κυρώσεις και ποινική δίωξη για φοροδιαφυγή, όπως αυτές των οποίων αντικείμενο ήταν ή είναι ο κατηγορούμενος στην κύρια δίκη λόγω της ανακρίβειας των στοιχείων που παρέσχε όσον αφορά τον ΦΠΑ, συνιστούν εφαρμογή των άρ. 2, 250 παρ. 1 και 273 της οδηγίας 2006/112 και του άρθρου 325 ΣΛΕΕ και συνεπώς του δικαίου της Ένωσης , κατά την έννοια του άρ. 51 παρ. 1 του Χάρτη. 3,4
Επί των προδικαστικών ζητημάτων
Τα προδικαστικά ερωτήματα που τέθηκαν από το HaparandaTingsraett, κατά το Δικαστήριο αφορούν το γεγονός αν η αρχή nebisinidemπου διαλαμβάνεται στο άρ. 50 του Χάρτη έχει την έννοια ότι εμποδίζει την άσκηση ποινικής δίωξης για φοροδιαφυγή κατά κατηγορουμένου, όταν σε αυτόν έχει ήδη επιβληθεί φορολογική κύρωση για την ίδια πράξη ψευδούς δηλώσεως.
Το Δικαστήριο για να απαντήσει στα ερωτήματα αυτά (δεύτερο, τρίτο και τέταρτο) του Haparandatingsraett, ξεκαθαρίζει ότι για την εφαρμογή της αρχής του nebisinidemπου διαλαμβάνεται στο άρ. 50 του Χάρτη, σε ποινική δίωξη για φοροδιαφυγή, θα πρέπει τα μέτρα που έχουν ήδη ληφθεί κατά του κατηγορουμένου με απόφαση που έχει καταστεί απρόσβλητη να είναι ποινικού χαρακτήρα.
Η εκτίμηση λοιπόν της ποινικής φύσεως των φορολογικών κυρώσεων στηρίζεται σε τρία κριτήρια, τα οποία συμπίπτουν με τα «κριτήρια Engel» του ΕΔΔΑ, χωρίς όμως να κάνει ρητή αναφορά στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και στην νομολογία που έχει αναπτυχθεί επί του ζητήματος.5
Το πρώτο είναι ο νομικός χαρακτηρισμός της παραβάσεως κατά το εσωτερικό δίκαιο, το δεύτερο η ίδια η φύση της παραβάσεως και το τρίτο η φύση και η σοβαρότητα της κυρώσεως που ενδέχεται να επιβληθεί στον διαπράξαντα την παράβαση.
Ενώ λοιπόν από το άρθρο 50 του Χάρτη, δεν απορρέει κατά την ερμηνεία του Δικαστηρίου, η απαγόρευση γενικά εκ μέρους του κράτους μέλους της επιβολής, για την ίδια πράξη παραβάσεως των υποχρεώσεων που αφορούν την υποβολή δηλώσεων στον τομέα του ΦΠΑ, ενός συνδυασμού φορολογικών και ποινικών κυρώσεων. Τα κράτη μέλη διαθέτουν ελευθερία επιλογής των κυρώσεων που επιβάλλουν. Οι κυρώσεις αυτές μπορούν συνεπώς να λαμβάνουν τη μορφή διοικητικών και ποινικών κυρώσεων ή ενός συνδυασμού και των δύο. Μόνο όταν η φορολογική κύρωση έχει ποινικό χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 50 του Χάρτη, και έχει καταστεί απρόσβλητη η εν λόγω διάταξη εμποδίζει την άσκηση της ποινικής δίωξης για την ίδια πράξη και κατά του ίδιου προσώπου.
Η πρόσθετη ερμηνεία του Δικαστηρίου πρέπει να εστιαστεί στην εξής σκέψη, ότι δηλαδή «εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει, με γνώμονα τα κριτήρια αυτά, αν πρέπει να προβεί σε εξέταση της προβλεπόμενης από την εθνική νομοθεσία σωρεύσεως φορολογικών και ποινικών κυρώσεων σε σχέση με τα εθνικά πρότυπα, πράγμα που θα μπορούσε να το οδηγήσει ενδεχομένως να κρίνει ότι η σώρευση αυτή είναι αντίθετη προς τα εν λόγω πρότυπα, υπό την προϋπόθεση ότι οι εναπομένουσες κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, ανάλογες των παραβάσεων και αποτρεπτικές».6
Με αυτή τη σκέψη το Δικαστήριο, αναγνωρίζει κατ’ αρχήν την αρμοδιότητα της εκτίμησης των φορολογικών κυρώσεων ως «ποινικού χαρακτήρα» στον εθνικό δικαστή, β) η εκτίμηση όμως αυτή θα γίνει με τα κριτήρια που έχουν ήδη θεσπισθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και γ) ορίζει ως προϋπόθεση ότι οι εναπομένουσες κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, ανάλογες των παραβάσεων και αποτρεπτικές.7
Διαφαίνεται μία προβληματική ερμηνεία, καθώς με αυτή τη σκέψη δίνεται κατ’ αρχήν προτεραιότητα στον εθνικό δικαστή να εκτιμήσει τα δεδομένα της κάθε περίπτωσης και να προβεί σε κρίση περί της εφαρμογής nebisinidem, αλλά με κριτήρια που ήδη έχουν νομολογηθεί από το ΕΔΔΑ, ενώ ταυτόχρονα δεν γίνεται λόγος στην ρητή κατοχύρωση της αρχής στον Χάρτη και στο άρθρο 50 αυτού, άρα λοιπόν και στην ισχύ της έναντι των εθνικών δικαίων και διατάξεων.
Καταλήγει λοιπόν το δικαστήριο, ότι η αρχή nebisinidemπου διαλαμβάνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη, δεν εμποδίζει την εκ μέρους του κράτους μέλους επιβολή για την ίδια πράξη παραβάσεως των υποχρεώσεων που αφορούν την υποβολή δηλώσεων στον τομέα του ΦΠΑ, διαδοχικών μιας φορολογικής και μιας ποινικής κυρώσεως, στο βαθμό που η πρώτη κύρωση δεν έχει ποινικό χαρακτήρα πράγμα το οποίο το αιτούν δικαστήριο οφείλει να εξακριβώσει.
Στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, τέθηκε κατ’ ουσίαν το ερώτημα αν είναι συμβατή προς την αρχή nebisinidem, την οποία κατοχυρώνει το άρ. 50 του Χάρτη, μία εθνική νομοθεσία η οποία επιτρέπει σε περίπτωση φοροδιαφυγής, την επιβολή σωρευτικώς φορολογικών και ποινικών κυρώσεων από το ίδιο το Δικαστήριο. Επί του ανωτέρω ερωτήματος το δικαστήριο έκρινε ότι είναι απαράδεκτο, καθόσον το θεώρησε υποθετικό και ως μη έχον καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, αφού η αποστολή που του έχει ανατεθεί σύμφωνα με το άρ. 267 ΣΛΕΕ, συνίσταται στην συμβολή του στην απονομή δικαιοσύνης εντός των κρατών μελών και όχι στην διατύπωση συμβουλευτικών γνωμών επί γενικών ή υποθετικών ζητημάτων.
Τέλος το Δικαστήριο αποφάνθηκε και επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος που αφορούσε την συμβατότητα με το Δίκαιο της Ένωσης μίας εθνικής δικαστικής πρακτικής η οποία εξαρτά την υποχρέωση που υπέχει το εθνικό δικαστήριο να αφήνει ανεφάρμοστη κάθε διάταξη που είναι αντίθετη προς κατοχυρούμενο από την ΕΣΔΑ και τον Χάρτη, θεμελιώδες δικαίωμα από την προϋπόθεση ότι η αντίθεση αυτή προκύπτει σαφώς από τα σχετικά νομοθετήματα ή από τη σχετική νομολογία.
Κατ’ αρχήν το Δικαστήριο έκρινε εαυτόν αναρμόδιο να αποφανθεί κατά το σκέλος που αφορά την εφαρμογή της ΕΣΔΑ, τα θεμελιώδη δικαιώματα της οποίας αποτελούν τμήμα του δικαίου της Ένωσης ως γενικές αρχές, χωρίς ωστόσο η Σύμβαση αυτή να συνιστά, ενόσω η Ένωση δεν έχει προσχωρήσει σ’ αυτή, νομική πράξη τυπικώς ενταγμένη στην έννομη τάξη της Ένωσης.
Στη συνέχεια το Δικαστήριο αναφέρεται στην πάγια νομολογία του σχετικά με τις συνέπειες που πρέπει να συνάγουν τα εθνικά δικαστήρια από σύγκρουση μεταξύ διατάξεων του εσωτερικού τους δικαίου και των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από τον Χάρτη. Έτσι καταλήγει ότι το εθνικό δικαστήριο στο οποίο έχει ανατεθεί, στο πλαίσιο της αρμοδιότητας του, η εφαρμογή των κανόνων του δικαίου της Ένωσης, έχει την υποχρέωση να διασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων αυτών αφήνοντας εν ανάγκη αυτεπαγγέλτως ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη διάταξη της εθνικής νομοθεσίας έστω και μεταγενέστερη, χωρίς να υποχρεούται να ζητήσει ή να αναμείνει την προηγούμενη εξαφάνισή της είτε διά της νομοθετικής οδού είτε μέσω άλλης οποιασδήποτε συνταγματικής διαδικασίας.
Συνεπώς το Δίκαιο της Ένωσης εμποδίζει την δικαστική πρακτική η οποία εξαρτά την υποχρέωση που υπέχει το εθνικό δικαστήριο να αφήνει ανεφάρμοστη κάθε διάταξη που είναι αντίθετη προς κατοχυρούμενο από τον Χάρτη θεμελιώδες δικαίωμα από την προϋπόθεση ότι η αντίθεση αυτή προκύπτει σαφώς από το κείμενο του εν λόγω Χάρτη ή από τη σχετική νομολογία, εφόσον η πρακτική αυτή δεν αναγνωρίζει στο εθνικό δικαστήριο την εξουσία να εκτιμά πλήρως με τη συνεργασία ενδεχομένως του Δικαστηρίου, τη συμβατότητα της εν λόγω διάταξης προς τον Χάρτη αυτόν.
Η αρχή του nebisinidemστην ελληνική έννομη τάξη
Μετά την υπόθεση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της 27/9/2007, Σταυρόπουλος κατά Ελλάδος, 35522/04 (ΘΠΔΔ 2008.728, με παρατηρήσεις Α.Κούνδουρου) , άνοιξε για τα καλά η συζήτηση και στην Ελλάδα για το θέμα των διοικητικών κυρώσεων που επιβάλλονται σε φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις, για παραβάσεις που ταυτόχρονα αποτελούν και ποινικό αδίκημα και εκδικάζονται ως «κυρώσεις» από τα διοικητικά δικαστήρια και ως «αδικήματα» από τα ποινικά δικαστήρια. Το θέμα μόνο απλό δεν είναι, και η νομολογία και η θεωρία που έχουν ασχοληθεί σε σημείο μάλιστα και αρνητικής κριτικής της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (ΣτΕ 62/2012), δείχνει διχασμένη, χωρίς να έχει οριστικοποιήσει και παγιώσει αντικειμενικά με λογική επιχειρηματολογία το ζήτημα. Σημειωτέον ότι το ανωτέρω ζήτημα εδράζεται επί δύο πολύ σοβαρών νομικών ζητημάτων. Δηλαδή πρώτον, της αρχής nebisinidem(που σημαίνει ότι δεν επιτρέπεται η ποινική δίωξη ή καταδίκη ατόμου για μία παράβαση για την οποία έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικαστεί αμετάκλητα από δικαστήρια του ίδιου Κράτους, οπότε εδώ γεννώνται ερμηνευτικά ζητήματα περί των χαρακτηριστικών της «κύρωσης» αφενός από τη διοίκηση και της «ποινής» από τα ποινικά δικαστήρια, και αφετέρου της «ίδιας» (idem) παράβασης που επισύρει τις παραπάνω κυρώσεις και ποινές. Και δεύτερον της συνταγματικότητας της διάταξης του άρ. 5 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας που ορίζει ρητώς ότι «Τα δικαστήρια δεσμεύονται…από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων ως προς την ενοχή του δράστη», αφήνοντας εκτός πλαισίου τις αθωωτικές αποφάσεις, Άλλωστε παγίως έχει ερμηνευθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας, το διοικητικό δικαστήριο «δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, εκτός εάν πρόκειται για αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση, αλλά υποχρεούται απλώς να τη συνεκτιμήσει κατά τη διαμόρφωση της κρίσης του, τούτο δε δεν απαιτείται να εξαγγέλλεται ρητά, αλλά αρκεί να συνάγεται από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας» (βλ. ενδεικτικά ΟλΣτΕ 990/2004, ΔΔίκη 2005.144).
Η πάγια όμως αυτή νομολογιακή θέση θέτει ζητήματα συμβατότητας με την ΕΣΔΑ κυρίως ως προς το τεκμήριο αθωότητας που κατοχυρώνεται στο αρ. 6 παρ. 2 αυτής (κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ένα ποινικό αδίκημα, θεωρείται αθώο μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή του σύμφωνα με το νόμο). Στην απόφαση της 27/9/2007, Σταυρόπουλος κατά Ελλάδος, 35522/04 (ΘΠΔΔ 2008.728, με παρατηρήσεις Α.Κούνδουρου) το Δικαστήριο του Στρασβούργου αντιμετώπισε την περίπτωση της απόρριψης από τα διοικητικά δικαστήρια προσφυγής του αιτούντος κατά της πράξης ανάκλησης της χορήγησης εργατικής κατοικίας με την αιτιολογία της υποβολής ψευδούς δήλωσης, ενώ ο κατηγορούμενος είχε ήδη αθωωθεί αμετακλήτως λόγω αμφιβολιών από ποινικό δικαστήριο για τα αδικήματα της απάτης και της ψευδούς δήλωσης. Το ΕΔΔΑ εδώ, αφού πρώτα έσπευσε να διευκρινίσει ότι σκοπός του δεν είναι να εξετάσει το βαθμό δέσμευσης των διοικητικών δικαστηρίων από την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, καθώς η ερμηνεία της εγχώριας νομοθεσίας είναι έργο των εθνικών δικαστηρίων (σκ. 37), κατέληξε σε κρίση ότι υπήρξε παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας, διότι από το σκεπτικό των αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων προκύπτει με σαφήνεια ότι στηρίχθηκαν στη λόγω αμφιβολιών αθώωση του αιτούντος, ωστόσο, η αρχή in dubio pro reo δεν επιτρέπει να διαφοροποιείται η αθωωτική ποινική απόφαση βάσει της αιτιολογίας που περιλαμβάνει ο δικαστής και, συνεπώς, προσβάλλεται εν προκειμένω το τεκμήριο αθωότητας, καθώς τα δικαστήρια με τις αποφάσεις τους διατύπωσαν αμφιβολίες ως προς την αθωότητα του αιτούντος.
Μολονότι, το ΕΔΔΑ δεν το εξήγγειλε ευθέως, είναι προφανές ότι η διάταξη του αρ. 5 παρ. 2, στο βαθμό που απαιτεί να λαμβάνονται υπόψη μόνο οι καταδικαστικές αποφάσεις, ενώ επιτρέπει στα διοικητικά δικαστήρια να διατυπώνουν αμφιβολίες ως προς τις αθωωτικές αποφάσεις αντίκειται στο αρ. 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ. Τα ελληνικά διοικητικά δικαστήρια, πράγματι φρόντισαν να συμμορφωθούν στο εν λόγω νομολογιακό δεδομένο. Πρώτα τα διοικητικά εφετεία (βλ. ΔεφΠειρ 1313/2008, Αρμ 2009.119 με παρατηρήσεις Ε.Παπαδημητρίου, ΔεφΤρ 7/2009, ΘΠΔΔ 2009.756 με παρατηρήσεις Μ.Γαρδούνη) για περιπτώσεις πολλαπλού τέλους λόγω τελωνειακών παραβάσεων και στη συνέχεια η ΣτΕ 1670/2009, που έκανε σύμφωνη με την ΕΣΔΑ ερμηνεία της διάταξης του αρ. 114 παρ. 3 ΥΚ σε περίπτωση πειθαρχικής ποινής για αδίκημα για το οποίο είχε ήδη αθωωθεί λόγω αμφιβολιών ο υπάλληλος, μετέφεραν τη σχετική νομολογία στο εσωτερικό δίκαιο.
Με την παραπάνω απόφαση 3182/2010 το ΣτΕ, έκρινε ότι «εάν η οικεία διαδικασία στα ποινικά δικαστήρια έχει ολοκληρωθεί με αμετάκλητη απόφαση, η οποία δεν βασίζεται σε κρίση περί παραβίασης της συναρτώμενης με την ανωτέρω απαγόρευση αρχής non bis in idem, λόγω της διοικητικής διαδικασίας ή δίκης περί επιβολής πολλαπλού τέλους για λαθρεμπορία, το διοικητικό δικαστήριο υποχρεούται να τερματίσει την ενώπιόν του διαδικασία, με έκδοση απόφασης που ακυρώνει το επιβληθέν πολλαπλό τέλος ή αποδέχεται ως νόμιμη την γενόμενη από το κατώτερο δικαστήριο ακύρωση του πολλαπλού τέλους». Με άλλα λόγια το δικαστήριο με το σκεπτικό του αυτό ανατρέπει πλήρως το παγιωμένο στην Ελλάδα σύστημα διπλών κυρώσεων (ποινικών και διοικητικών) για κάθε παράβαση υποχρέωσης που απορρέει από διοικητικό νόμο, καθώς παραδέχεται ότι, στις περιπτώσεις που η διοικητική κύρωση είναι τέτοιου μεγέθους ώστε να μπορεί να χαρακτηριστεί ως «κατηγορία ποινικής φύσεως», η έκδοση απόφασης από το ένα δικαστήριο, ανεξαρτήτως του αποτελέσματός της (καταδίκη, αθώωση, αθώωση λόγω αμφιβολιών), αποκλείει πλήρως τη συνέχιση της διαδικασίας ενώπιον του δεύτερου, το οποίο οφείλει να ακυρώσει το πρόστιμο (ή αντιστοίχως να αθωώσει τον κατηγορούμενο). (βλ. σημείωμα Σ. Κοφίνη στην απόφαση 3182/2010 ΣτΕ δημοσιευμένη στο www.constitutionalism.gr).
Ομολογώ ότι στην ελληνική έννομη τάξη που ισχύουν κριτήρια οργανικά και λειτουργικά για τη διάκριση των κυρώσεων, που ισχύει ο διαχωρισμός των δικαιοδοσιών από το Σύνταγμα, που δεν έχει ακόμη ξεκαθαριστεί το ζήτημα αν η διοικητική κύρωση είναι τελικά και ποινικής φύσεως, είναι τουλάχιστον ανέφικτη η εύρεση αντικειμενικών κριτηρίων για την εφαρμογή στο όλον μίας αρχής νομολογιακής έστω, που θα δίνει οριστική λύση στο ζήτημα.
Η άποψή μου αυτή επιβεβαιώθηκε με την απόφαση πάλι του ΣτΕ 62/2012, που αναίρεσε απόφαση Διοικητικού Εφετείου το οποίο είχε ήδη αποφανθεί ως εξής: «Το εφετείο, ερμηνεύοντας τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ δέχθηκε ότι το κατοχυρούμενο σε αυτές τεκμήριο αθωότητας ισχύει και για τις διοικητικές αρχές και για τα επιλαμβανόμενα στη συνέχεια διοικητικά δικαστήρια, στις περιπτώσεις που τα ίδια πραγματικά περιστατικά και η ίδια προσωπική συμπεριφορά στοιχειοθετούν, εκτός από ποινικό αδίκημα και διοικητική παράβαση, ότι όταν ένα πρόσωπο αθωώνεται τελεσιδίκως από τα ποινικά δικαστήρια, ακόμα και λόγω αμφιβολιών, η αθωωτική απόφαση πρέπει να γίνεται σεβαστή από τις διοικητικές αρχές και τα διοικητικά δικαστήρια,..». Το ΣτΕ με την παραπάνω απόφαση έκρινε ότι η αιτιολογία της απόφασης του Διοικητικού Εφετείου δεν είναι νόμιμη για τον εξής λόγο: «Δεν έχει πεδίο εφαρμογής η νομολογία του ΕΔΔΑ, που έχει διαμορφωθεί σε περιπτώσεις που καταλογίζεται στον ενδιαφερόμενο μια συμπεριφορά η οποία είτε συνιστά διακεκριμένη διοικητική και ποινική παράβαση που, καταστρωμένη στην νομοθεσία υπό διάφορες προϋποθέσεις, κολάζεται αυτοτελώς, και διοικητικά και ποινικά, όπως σε ένα πειθαρχικό και ποινικό αδίκημα ή σε μια παράβαση του ΚΟΚ και του Ποινικού Κώδικα, είτε, αν δεν αποτελεί διοικητική παράβαση, πάντως, εντάσσεται σε σχετική διοικητική διαδικασία, δεν έχει πεδίο εφαρμογής στην περίπτωση που καταλογίζεται στον ενδιαφερόμενο μια μόνο παράβαση η οποία, υπό τις αυτές προϋποθέσεις, αποτελεί συγχρόνως και ποινικό αδίκημα ελεγχόμενο από τον ποινικό δικαστή και διοικητική παράβαση, ελεγχόμενη από τον διοικητικό, όπως η λαθρεμπορία κατά τις ως άνω διατάξεις του ελληνικού δικαίου, γιατί τότε απορροφάται από το ζήτημα που κατ’ εξοχήν προτάσσεται, το κατά πόσο έχει ή όχι πεδίο εφαρμογής η αρχή ne bis in idem. Άλλωστε, και αν ακόμη έχει εφαρμογή στην περίπτωση αυτή η ως άνω νομολογία, δεν αποκλείει, κατά την έννοιά της, να στηρίξει την κρίση του το εκ των υστέρων επιλαμβανόμενο διοικητικό δικαστήριο σε στοιχεία διαφορετικά εκείνων στα οποία είχε στηρίξει την κρίση του το ποινικό, όπως συμβαίνει εν προκειμένω. Πάντως, αν, σε αντίθεση με τα παραπάνω, θεωρηθεί ότι το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ όπως έχει ερμηνευθεί από το ΕΔΔΑ καταλαμβάνει την παρούσα υπόθεση υπό την έννοια ότι αποκλείει στο διοικητικό δικαστήριο να την λύσει διαφορετικά από ό,τι το ποινικό, θα αντέβαινε προς τα άρθρα 94 παρ. 1 και 96 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι θα κατέληγε κατ’ ουσίαν να στερεί το δικαστήριο, διοικητικό ή ποινικό, της υποχρεώσεώς του να κρίνει την διαφορά, διοικητική ή ποινική, που του έχει αναθέσει το Σύνταγμα, το οποίο δεν αντιλαμβάνεται τους σχετικούς όρους με τον τρόπο που τους αντιλαμβάνεται το ΕΔΔΑ. Συνεπώς, εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο δεν μπορεί να εφαρμόσει την ως άνω διάταξη (ΣΕ 2067/2011 7μ.)».
Δηλαδή ανακύπτει πάλι το πρόβλημα της σύγκρουσης των δύο αρχών που αναφέραμε στην αρχή αφενός, και αφετέρου το ΣτΕ δείχνει να μην ενστερνίζεται πλέον την άποψη που σημειώθηκε με την προηγούμενη απόφασή του 3182/2010. Εξάλλου όμοιες σκέψεις υπάρχουν και σε άλλες αποφάσεις του ίδιου δικαστηρίου (ΣτΕ 1326/2013, ΣτΕ 1325/2013, ΣτΕ 671/2013, ΣτΕ 2438/2012, ΣτΕ 1777/2012, ΣτΕ 4506/2011 κλπ).
Κατά την προσωπική μου άποψη είναι στη λάθος κατεύθυνση η ΣτΕ 62/2012 γιατί τόσο η αρχή του nebisinidem, όσο και η δέσμευση από το δεδικασμένο ποινικού δικαστηρίου έχει μία βασική προϋπόθεση ως κοινό παρανομαστή: τα ίδια αντικειμενικά περιστατικά που συγκροτούν την παράβαση η οποία τιμωρείται και διοικητικά και ποινικά.
Αντίθετα πλέον φαίνεται ότι κινήθηκε μία πρόσφατη απόφαση του Ε΄ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με αρ. 357/2013. Στην περίπτωση αυτή ο κατηγορούμενο κρίθηκε ένοχος για το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο του ν. 1882/1990. Η ανωτέρω ωστόσο απόφαση περιλάμβανε και δύο μερικότερες πράξεις οι οποίες αφορούσαν τη μη απόδοση ΦΠΑ προς το Δημόσιο, αδίκημα αυτοτελές και ανεξάρτητο από το προηγούμενο της μη καταβολής χρεών, που προβλέπεται στο άρ. 18 ν. 2523/1997. Για το αδίκημα αυτό ο κατηγορούμενος είχε ήδη δικαστεί με αμετάκλητη απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου και συνεπώς έκρινε ο Άρειος Πάγος ότι παραβιάστηκε η διάταξη του άρ. 57 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όσον αφορά το δεδικασμένο. Και κατέληξε στην αναίρεση της απόφασης.
Με την παραπάνω απόφαση βέβαια δεν αντιμετωπίζεται το ζήτημα της “ποινικής φύσης” των διοικητικών κυρώσεων και η συνακόλουθη εφαρμογή της αρχής ne bis in idem, ωστόσο είναι ένα βήμα που υποδεικνύει την ανάγκη τροποποίησης της ποινικής φορολογικής νομοθεσίας με βάση το παραπάνω κριτήριο ότι δηλαδή προβλέπεται η άσκηση ποινικής δίωξης, σε πράξεις που ενώ αλλάζει ο νομικός τους χαρακτηρισμός, στην ουσία πρόκειται για τα ίδια αντικειμενικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική της υπόσταση.
Η ανάγκη για αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου θα καταστεί πιο εμφανής, με βάση την παραπάνω νομολογία, όταν αρμόδιο Πλημμελειοδικείο, που θα έχει επιληφθεί πρώτο, καταδικάσει κατηγορούμενο για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο, με βάση το άρ. 25 ν. 1882/1990, μεταξύ των οποίων και οφειλές από ΦΠΑ, άνω των 75.000,00€ για την ίδια διαχειριστική περίοδο, και αργότερα για το αδίκημα μη απόδοσης ΦΠΑ άνω των 75.000,00€, θα κληθεί να δικαστεί ο ίδιος με βάση το άρ. 18 ν. 2523/1997 για αδίκημα φοροδιαφυγής για μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση ΦΠΑ, το οποίο τιμωρείται ως κακούργημα, με ποινή κάθειρξης8.
* o Χρήστος Βασματζίδης είναι Δικηγόρος και Συμπαραστάτης του Δημότη και της Επιχείρησης του Δήμου Αλεξανδρούπολης
Βιβλιογραφία
==============================
1 Ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συγκεντρώνει σε ενιαίο κείμενο όλα τα προσωπικά, αστικά, πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα που απολαμβάνουν οι άνθρωποι εντός της ΕΕ. Ο Χάρτης κατέστη νομικά δεσμευτικός στο σύνολο της ΕΕ με την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβόνας. Τα όργανα της ΕΕ είναι υποχρεωμένα να σέβονται τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται σε αυτόν. Ο Χάρτης ισχύει επίσης στις χώρες της ΕΕ, μόνο όμως κατά την εφαρμογή διατάξεων κοινοτικού δικαίου. Οι ρυθμίσεις του Χάρτη δεν επεκτείνονται στις αρμοδιότητες όπως ορίζονται στις συνθήκες της ΕΕ. Η ΕΕ δεν μπορεί να παρέμβει σε ζητήματα θεμελιωδών δικαιωμάτων σε τομείς όπου δεν διαθέτει αρμοδιότητα.
2 Η αρχήne bis in idem, θεμελιώδης για το ποινικό δίκαιοκατοχυρώνεται ρητά στο άρ. 4 παρ 1 του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, στο άρ. 14 παρ. 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και πλέον στο άρ. 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην χώρα μας η αρχή απορρέει από το άρ. 57 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, σύμφωνα με το οποίο “Αν κάποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ` αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός”
3 Σκέψεις 16 έως 31 απόφασης C -617/10 ΔΕΕ.
4 Σκέψη 29 “Ως εκ τούτου όταν δικαστήριο Κράτους μέλους καλείται να ελέγξει τη συμφωνία προς τα θεμελιώδη δικαιώματα εθνικής διατάξεως ή εθνικού μέτρου τα οποία, σε μία κατάσταση στην οποία η δράση των κρατών μελών δεν καθορίζεται εξ’ ολοκλήρου από το δίκαιο της Ένωσης, εφαρμόζουν το δίκαιο αυτό κατά την έννοια του άρ. 51 παρ. 1 του Χάρτη, οι εθνικές αρχές και τα εθνικά δικαστήρια δύνανται να εφαρμόζουν εθνικά πρότυπα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, υπό τον όρο ότι η εφαρμογή αυτή δεν διακυβεύει το επίπεδο προστασίας που προβλέπει ο Χάρτης, ούτε την υπεροχή, την ενότητα και την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης (βλ. Κατά την έννοια αυτή, απόφαση 26ης Φεβρουαρίου 2013, C-399/11, Melloni, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη συλλογή, σκέψη 63).
5 Βλ. ΕευρΔ, 1/2013, Η εφαρμογή της αρχής ne bis in idem στις φορολογικές κυρώσεις, με παρατηρήσεις Στ. Κοφίνη και υποσ. 21, σελ. 97, όπου αναφέρεται ότι “επικαλείται την απόφαση ΔΕΕ C -489/10 , Lukasz Marcin Bonda, αδημ. Στη σκέψη 37 της οποίας γίνεται ρητή αναφορά τόσο στην απόφαση Engel όσο και στην απόφαση Zolotukhin κατά Ρωσίας.
6 Σκέψη 36 της σχολιαζόμενης απόφασης.
7 Στ. Κοφίνης, ΕευρΔ, 1/2013, όπου στην υποσ. 22 σχολιάζει εύστοχα “Πρόκειται για μία διαφορετική πτυχή της πάγιας νομολογίας του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα του ενωσιακού δικαίου με την λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων”. Η νομολογιακή αρχή τίθεται εδώ ως περιορισμός στην εφαρμογή της ρητώς κατοχυρωμένης αρχής ne bis in idem. Πάντως η θέση αυτή του Δικαστηρίου δημιουργεί προβληματισμό ως προς τα κριτήρια που θα χρησιμοποιήσει ο εθνικός δικαστής για να κρίνει την αποτελεσματικότητα και αποτρεπτικότητα των κυρώσεων, δεδομένου μάλιστα, ότι κατά κανόνα, προκειμένου να χαρακτηριστεί μία φορολογική κύρωση ως μέτρο ποινικού χαρακτήρα, έχουν ήδη εκτιμηθεί η φύση και ο χαρακτήρας της κυρώσεως ως αρκούντως δυσμενή για τα συμφέροντα του φορολογούμενου. Θα είναι πραγματικό ζήτημα κάθε φορά το κατά πόσο μία διοικητική κύρωση είναι μεν αρκετά σοβαρή για το διοικούμενο, ώστε να θεωρηθεί ποινικής φύσεως, αλλά όχι τόσο σοβαρή, ώστε να επιτελέσει με τρόπο αποτελεσματικό τον αποτρεπτικό της ρόλο. Εκτός αυτού,
δείχνει οξύµωρο να ελέγχεται το κατά πόσο οι εναποµείνασες ποινές είναι αποτρεπτικές, τη στιγµή που θαπρόκειται για ήδη διαπραχθείσα παράβαση, η δε επιλογή ως προς το ποια κύρωση θα προηγηθεί δεν ανήκει στον εθνικό δικαστή, αλλά στις διωκτικές (φορολογικές και εισαγγελικές) αρχές, µε αποτέλεσµα η κρίση τουδικαστηρίου να αφορά µόνο την επίδικη περίπτωση”.
8 Αρ. 18 ν. 2523/1997 “Αδίκημα φοροδιαφυγής για μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση Φ.Π.Α. και παρακρατούμενων φόρων, τελών ή εισφορών” “ 1. Οποιος, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή του φόρου προστιθέμενης αξίας, του φόρου κύκλου εργασιών και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων
φόρων, τελών ή εισφορών, δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει αυτούς, καθώς και όποιος παραπλανά τη φορολογική αρχή με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων και λαμβάνει επιστροφή, καθώς και όποιος διακρατεί
τέτοιους φόρους, τέλη ή εισφορές, τιμωρείται:» α) με φυλάκιση εφόσον το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς ή το ποσό του Φ.Π.Α. που συμψηφίσθηκε ή δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς, ανέρχεται σε ετήσια βάση έως το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, β) μεφυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς ή το ποσό του Φ.Π.Α. που συμψηφίσθηκε ή δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς, ανέρχεται σε ετήσια βάση από το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ μέχρι το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ και γ) «με κάθειρξη» εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει σε ετήσια βάση τα εβδομήντα πέντε χιλιάδες (75.000) ευρώ.”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου