Σύμφωνα με το άρθρο 29 παρ. 3 του ν. 1846/1951, "3. Το ποσό της σύνταξης λόγω αναπηρίας
ή γήρατος προσαυξάνεται για το σύζυγο ή τη σύζυγο κατά το ποσό του ενός και
μισού ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτη,
όπως αυτό ισχύει κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης, εφόσον ο σύζυγος ή η σύζυγος
δεν ασκεί επάγγελμα ή δεν είναι συνταξιούχος ασφαλιστικού οργανισμού ή Ν.Π.Δ.Δ.
ή του Δημοσίου. Η ανωτέρω προσαύξηση
μετά τη χορήγηση της αποτελεί τμήμα του συνολικά καταβαλλόμενου ποσού σύνταξης
και αναπροσαρμόζεται εφεξής κατά το ποσοστό αύξησης των συντάξεων του Ι.Κ.Α. -
Ε.Τ.Α.Μ..".
Με την παρ. 6 του εν λόγω άρθρου επίσης ορίζονται τα εξής: «6. Το
δικαίωμα εις σύνταξιν ή εις επίδομα αναπροσαρμογής λήγει εις το τέλος
του μηνός, καθ` ον έλαβε χώραν ο θάνατος του
συνταξιούχου ή του επιδοματούχου
λόγω αναπροσαρμογής ή ο ανάπηρος
έπαυσε να πληροί τας προϋποθέσεις του άρθρου 28, παράγραφος 2, ή επί χήρας εις
το τέλος του μηνός καθ` ον συνήψε
νέον γάμον και
επί τέκνων, εγγόνων
και προγονών , εις
το τέλος του μηνός, καθ` ον συνεπλήρωσαν το 18ον έτος της ηλικίας των ή προ τούτου συνήψαν γάμον.»
Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 40 παρ. 4 του ν. 1846/1951 « 4. Πάσα παροχή εις χρήμα αχρεωστήτως
καταβληθείσα υπό του Ι.Κ.Α. ως και η
αξία των εις είδος τοιούτων, τα της αποτιμήσεως των οποίων θέλει
προσδιορίσει Κανονισμός, επιστρέφονται εντόκως προς 5 % αναζητούνται
δε κατά τας διατάξεις περί αναγκαστικής εισπράξεως των καθυστερουμένων εισφορών του Ιδρύματος…».
Μετά την ισχύ όμως του ν. 4387/2016 και με το άρ. 103 αυτού
ορίστηκε ότι «1. Κάθε παροχή που έχει
καταβληθεί από το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ αχρεώστητα, επιστρέφεται ανεξαρτήτως υπαιτιότητας
του λαβόντος και αναζητείται, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΕΔΕ. Σε περίπτωση
υπαιτιότητάς του αναζητείται εντόκως, με επιτόκιο 3%. Παράλληλα με την εφαρμογή
των ανωτέρω διατάξεων, επιτρέπεται συμψηφισμός οποιασδήποτε οφειλής προς το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ με το σύνολο των
χορηγούμενων παροχών, που τυχόν δικαιούται ο οφειλέτης…»
Στη συνέχεια με το άρθρο 15 παρ. 2 Ν. 2972/2001 επήλθαν ορισμένες αλλαγές όσον
αφορά τον χρόνο στον οποίο διενεργείται η βεβαίωση των πάσης φύσεως χρηματικών
απαιτήσεων του ΙΚΑ. Συγκεκριμένα η
παράγραφος 6 του άρθρου 27 του α.ν. 1846/1951, όπως τροποποιήθηκε με την
παράγραφο 8 του άρθρου 2 του ν. 2556/1997, αντικαθίσταται ως εξής: "6.
Το δικαίωμα του Ι.Κ.Α., για τη βεβαίωση σε ευρεία έννοια όλων των χρηματικών
απαιτήσεών του, καθώς και των απαιτήσεων των φορέων, κλάδων ή λογαριασμών
των οργανισμών κοινωνικής πολιτικής των οποίων τις εισφορές συνεισπράττει το
ΙΚ.Α., υπόκειται σε δεκαετή παραγραφή η
οποία αρχίζει από την πρώτη ημέρα του επόμενου έτους από εκείνο μέσα στο οποίο
παρασχέθηκε η ασφαλιστέα εργασία ή υπηρεσία. Με απόφαση του Υπουργού
Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μετό από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου
του Ι.Κ.Α., μπορεί ο χρόνος παραγραφής να ορίζεται σε πέντε έτη.
Το δικαίωμα του
Ι.Κ.Α. προς είσπραξη όλων των χρηματικών απαιτήσεών του, καθώς και των
απαιτήσεων των φορέων, κλάδων ή λογαριασμών των οργανισμών κοινωνικής
πολιτικής, των οποίων τις εισφορές συνεισπράττει το Ι.Κ.Α., παραγράφεται μετά
δεκαετία από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκε υπό στενή
έννοια (ταμειακά). Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών
Ασφαλίσεων, μετά από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του ΙΚ.Α. η παραγραφή
μπορεί να ορίζεται πενταετής.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι είναι σε ισχύ η διάταξη του
άρ. 15 παρ. 2 του ν. 2972/2001 που ορίζει με σαφήνεια ότι το δικαίωμα προς
βεβαίωση των κάθε φύσεως χρηματικών απαιτήσεων του ΙΚΑ είναι δεκαετής και συμπεριλαμβάνει
και τις αχρεωστήτως καταβληθείσες παροχές. Από κει και πέρα δεκαετής είναι και
η παραγραφή του δικαιώματος της είσπραξης από τη στιγμή που η οφειλή
βεβαιώνεται ταμειακά. Στις δύο παραπάνω περιπτώσεις αυτό που αλλάζει είναι ο
χρόνος έναρξης της κάθε προθεσμίας. Στην μεν πρώτη περίπτωση (που στην ουσία
πρόκειται για αποσβεστική προθεσμία, εντός της οποίας πρέπει να ασκηθεί το
δικαίωμα προς βεβαίωση εν ευρεία έννοια ήτοι η σύνταξη χρηματικών καταλόγων και
η δημιουργία νόμιμων τίτλων), ο χρόνος της δεκαετούς αποσβεστικής προθεσμίας
αρχίζει από την πρώτη μέρα του επόμενου
έτους μέσα στο οποίο παρεσχέθη η ασφαλιστέα εργασία και υπηρεσία, ενώ στη
δεύτερη περίπτωση, δηλαδή της δεκαετούς παραγραφής προς είσπραξη, η αφετηρία
της είναι στη λήξη του οικονομικού έτους εντός του οποίου έγινε η ταμειακή
βεβαίωση άρα κατέστη το χρέος ληξιπρόθεσμο.
Του νόμου μη διακρίνοντος αυτές οι προθεσμίες ισχύουν για όλες
ανεξαιρέτως τις παροχές του ΙΚΑ ακόμη και αυτές που καταβλήθηκαν αχρεώστητα.
Ωστόσο με τις
διατάξεις της περ. 2 της υποπαρ. ΙΑ. 6 της παρ. ΙΑ του πρώτου άρθρου του ν.
4093/2012 (ΦΕΚ Α 222/12.11.2012), οι οποίες ρητά αναφέρεται ότι ισχύουν από την
δημοσίευση του νόμου στο ΦΕΚ δηλαδή από 12.11. 2012 και ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΗ
ΙΣΧΥ, ορίστηκε ότι «2. Αξιώσεις των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης
αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας που
αφορούν την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών παραγράφονται μετά
εικοσαετία από την τελευταία καταβολή. Κάθε αντίθετη διάταξη καταργείται.».
Η παραπάνω διάταξη
ισχύει από την ημερομηνία της δημοσίευσης του ν. αυτού ήτοι από 12.11.2012.
Η διοίκηση με την εγκύκλιο 80/2012 ερμήνευσε ότι η ανωτέρω διάταξη έχει αναδρομική ισχύ, όσον αφορά την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθησών παροχών. Και
ότι ειδικά για τις αχρεώστητες παροχές μπορεί το ΙΚΑ να αναζητήσει επί μία εικοσαετία πίσω αρκεί η
βεβαίωση της πράξης να γίνεται μετά την 12.11.2012 ημερομηνία δημοσίευσης του
ανωτέρω νόμου. Και μάλιστα αυτό ισχύει μόνο για τις αχρεώστητες παροχές και όχι
για τις εισφορές η παραγραφή των οποίων παραμένει δεκαετής. Ωστόσο η ερμηνεία
αυτή θεωρήθηκε από το Συνήγορο του Πολίτη ότι δεν είναι ορθή με το υπ’αρ.
192127/53235/24.10.2014 έγγραφό του, καθόσον πρόκειται για επιμήκυνηση
αδικαιολόγητη του χρόνου παραγραφής.
Εκτός των ανωτέρω ό νόμος ν. 4093/2012 (ΦΕΚ Α 222/12.11.2012), ορίζει ρητά ότι οι διατάξεις του
ισχύουν από την δημοσίευση αυτού. Από τότε δηλαδή παράγονται έννομα
αποτελέσματα και δεν έχουν αναδρομικό χαρακτήρα. Συνεπώς η εικοσαετής παραγραφή
του άρ. πρώτου της περ. 2 της υποπαραγράφου ΙΑ6 της παρ. ΙΑ του ν. 4093/2012,
ισχύει για όσες περιπτώσεις θεωρηθούν ως αχρεωστήτως καταβληθείσες μετά την
ημερομηνία αυτή.
Σε κάθε άλλη περίπτωση και μέχρι την ισχύ του ανωτέρω νόμου
ήτοι μέχρι την 12.11.2012 ισχύει η διάταξη του άρ. 15 παρ. 2 του ν. 2972/2001 δηλαδή η δεκαετής
αποσβεστική προθεσμία και η δεκαετής
παραγραφή προς είσπραξη μετά τη βεβαίωση του ποσού, που σημαίνει ότι ο νέος
νόμος δεν μπορεί να καταλαμβάνει υποθέσεις αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών αν
μέχρι την ισχύ αυτού, ήτοι μέχρι 12.11.2012, έχει παρέλθει το δεκαετές δικαίωμα
του ΙΚΑ ΕΤΑΜ προς βεβαίωση των ανωτέρω ποσών.
Δεν μπορεί δηλαδή να εφαρμόζεται η εικοσαετής παραγραφή
αναδρομικά για ποσά που αφορούν παροχές για
τις οποίες έχει παρέλθει το δικαίωμα προς βεβαίωση. Δηλαδή έχει παρέλθει το
δικαίωμα της δεκαετούς βεβαίωσης.