Έλεγχος συνταγματικότητας της τυπικής διαδικασία ψήφισης των νόμων.
Χρονικά
όρια αυτού.
Το
άρθρο 93 στην παρ. 4 ορίζει ότι «Τα
δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενο του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα». Η διάταξη
αυτή νοείται ως εξαίρεση του ελέγχου των τυπικών στοιχείων του νόμου από τον
δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητάς του. Η εξαίρεση αυτή ισχύει , όπως αναφέρει
ο Π. Δαγτόγλου «όχι γιατί έχουν κάποιον ιερό και απαραβίαστο χαρακτήρα τα interna corporis της
Βουλής, αλλά διότι το Σύνταγμα ρητά περιορίζει κατά τούτο τον έλεγχο της συνταγματικότητας
των νόμων» (Βλ. Π. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Εκδόσεις Αντ.
Σάκκουλα, σελ. 89 επ.,).
Ερμηνεύοντας
την παραπάνω διάταξη, που αφορά τα όρια του δικαστικού ελέγχου
συνταγματικότητας ενός νόμου, οι αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας
με αρ. 902 και 903/1981, αποφάνθηκαν ότι εφόσον πρόκειται περί νόμου, ο οποίος
έχει, όλα τα απαιτούμενα για την υπόσταση αυτού εξωτερικά στοιχεία, τα δικαστήρια έχουν εξουσία για έλεγχο μόνο, της συμφωνίας του περιεχομένου του νόμου προς
το Σύνταγμα. Η εκ μέρους του νομοθετικού οργάνου τήρησις των κανόνων κατανομής της νομοθετικής αρμοδιότητος μεταξύ
Ολομελείας της Βουλής και των Τμημάτων αυτής δεν ανάγεται στα εξωτερικά
στοιχεία του νόμου, αλλά στα INTERNA
CORPORIS της Βουλής και για το λόγο αυτό δεν ελέγχεται από τα δικαστήρια , αλλ` από την ίδια την Βουλή, σύμφωνα με τη διαδικασία
την προβλεπόμενη από την παρ. 3 του
άρθρου 72 του Συντάγματος.
Το
ελληνικό σύστημα του ελέγχου της συνταγματικότητας του νόμου, περιλαμβάνει δύο
βασικές όψεις, τυπολογικής αναφοράς. Πρόκειται για τη διάκριση μεταξύ τυπικής
και ουσιαστικής συνταγματικότητας. Η τελευταία αυτή μορφή, που δεν θα αναλυθεί
εδώ, αφορά το ίδιο το κανονιστικό περιεχόμενο των διατάξεων του κοινού νόμου,
το οποίο δεν πρέπει να είναι αντίθετο προς τις ουσιαστικές διατάξεις του
Συντάγματος.